Ο Θ. ξέρει. Ανάμεσα σε άλλα και πώς να σου προτείνει ένα βιβλίο, πώς, για την ακρίβεια, να το φέρνει ξάφνου ψηλά, ψηλότερα απ' όλα, στη στοίβα σου χωρίς να παρακάμπτει την (ψευδ)αίσθηση πως αυτό αποτελεί προϊόν της δικής σου ελεύθερης βούλησης, ιερής για τον αναγνώστη. Ξέρει, επίσης, πως η λάμψη στα μάτια αρκεί. Διάβασα ένα πολύ ωραίο βιβλίο, λέει, τα μάτια του προσθέτουν επιπλέον θαυμαστικά, δεν αναλώνεται σε λεπτομέρειες ικανές να αποπροσανατολίσουν και να γεννήσουν προσδοκίες ή επιφυλάξεις, αδιαφορεί να επιδείξει τη δική του ανάγνωση, όσα λιγότερα ξέρεις, τόσο το καλύτερο, το βιβλίο το ίδιο θα απαντήσει, αν απαντήσει, η ανάγνωση θα καλύψει τα όποια κενά, αν τα καλύψει, δεν ασκεί πίεση, δεν γίνεται φορτικός και ανυπόμονος, μοιράζεται και έτσι εκπληρώνει το καθήκον του, η μπάλα, τότε, περνάει στα δικά σου χέρια. Έτσι έγινε και ετούτη τη φορά.
Μόνο τυχαία θα διάβαζα το βιβλίο αυτό. Η υπερπαραγωγή είναι τέτοια που αναπόφευκτα κάποια βιβλία χάνονται, όσο γρηγορότερα το αποδεχτεί κανείς, τόσο το καλύτερο. Επιπλέον, πίστευα πως οι εκδόσεις Θράκα ασχολούνται αποκλειστικά και μόνο με την ποίηση, γεγονός που για χρόνια τις κρατούσε εκτός του προσωπικού μου ραντάρ. Ας είμαι ειλικρινής, δεν κοστίζει και τόσο αυτή η ρωγμή στη γαματοσύνη και την εικόνα του δυνατού αναγνώστη, αν δεν ήταν εκείνος ίσως να μη διάβαζα ποτέ το βιβλίο αυτό, και θα ήταν ένα μεγάλο κρίμα, παρότι δεν θα το γνώριζα. Αφιερωμένο στον Θ. το κείμενο αυτό, πώς αλλιώς;
Η Διάκου προέρχεται από το μετερίζι της ποίησης, στις αποσκευές της έχει δύο ποιητικές συλλογές. Αυτό είναι εμφανές από την πρώτη κιόλας παράγραφο του μικρού αυτού μυθιστορήματος, όταν συστήνει στον αναγνώστη τη Λαβίνια Σουλτς: «Εγώ είμαι αυτή, ο χορός του ζευγαριού, ένα μεγάλο λευκό κεφάλι με κορδέλες να κρέμονται στα αφτιά. Γεννήθηκα στο Λούμπεν, μεγάλωσα μέσα σε αυτό που δεν είχα. Βουνά γεμάτα χιόνι και μια πείνα που κάνει τα κόκαλά μου να τρίβονται όταν σηκώνω τα χέρια μου και ζωγραφίζω τον Βάλτερ και το μωρό». Η Λαβίνια Σουλτς υπήρξε ένα πραγματικό πρόσωπο, γεννήθηκε στο Λούμπεν το 1896, σπούδασε μουσική, χορό και ζωγραφική. Δεν τη γνώριζα, για μεγάλο μέρος της ανάγνωσης πίστευα πως είναι ένα μυθοπλαστικό αποκύημα, με αφηγηματική υπόδειξη τσέκαρα το όνομά της στο διαδίκτυο.
Ο αφηγηματικός τρόπος της εξιστόρησης είναι καθηλωτικός, το ποιητικό στοιχείο αναδεικνύει και δεν βαραίνει αυτή τη μεταμοντέρνα βιογράφηση, που στον πυρήνα της είναι ένας διάλογος της συγγραφέως με την από χρόνια νεκρή Σουλτς. Μια απόπειρα κατανόησης και ένωσης των νημάτων που η χρονική απόσταση με φειδώ προσφέρει, μια σειρά από ερωτήματα που γυρεύουν απάντηση σχετικά με τη θηλυκότητα, τη μητρότητα, τον έρωτα, την απομάγευση και τη δημιουργία. Πώς είναι να είσαι η Λαβίνια Σουλτς; Η Διάκου, ωστόσο, πετυχαίνει κάτι σημαντικό, δεν εγκλωβίζεται στο στενό σώμα της βιογραφίας, το πραγματολογικό αλληλοσυμπληρώνεται με το φανταστικό, η μυθοπλασία με τον ρεαλισμό, η ποίηση με το ντοκουμέντο, σ' ένα αποτέλεσμα εμπνευσμένο, εντός του οποίου υπάρχει και ο απαραίτητος χώρος για το προσωπικό, χωρίς να περισσεύει και να βιάζεται η παρουσία του.
Η Λαβίνια αγγίζει, αλλάζει, διαστρεβλώνει, μπερδεύει, σκίζει, εγκολπώνει, αφηγείται, καταστρέφει, δημιουργεί, χορεύει, ρεύεται, κρυώνει, πεινάει, περπατάει, πέφτει, φωνάζει, σημειώνει, κλαίει, ράβει, ξυπνάει, μαγειρεύει, χάνεται, διορθώνει, ανεβαίνει, κλείνει, ζωγραφίζει, πονάει, παρακαλεί, κοιμάται, ανακαλύπτει, κατασκευάζει, πληγώνεται, θυμάται. Βάζε στη σειρά τα ονόματα των φίλων της και κολλάει ένα λουλούδι από τα μυστικά που ζούνε κάτω από την επιφάνεια του χιονιού. Ζούνε μια ολόκληρη ζωή στον πάγο και όταν λιώνει έχουν ήδη διαλυθεί στο χορτάρι και τη λάσπη του Μαρτίου.
Μια βιογράφηση, έστω και λοξή, μυθοπλαστικά παιγνιώδης όπως αυτή, θα παρέμενε εξίσου λειψή αν έλειπε το περιβάλλον εντός του οποίου διανύθηκαν τα μέτρα της ζωής. Η Διάκου το ξέρει και συμπληρώνει την εικόνα της Σουλτς με όσα συνέβαιναν στον κόσμο τότε, δίνει τις συντεταγμένες από τις οποίες αντλούν οι απαντήσεις στα ερωτήματα, τις συνθήκες που θέτουν τον πήχη της ύπαρξης και της τριβής με το περίβλημα, που διαμορφώνουν το ατομικό, περιορισμοί που η ασφυξία που προκαλούν μεγαλώνει τα πνευμόνια, καλέμι και σφυρί που πληγώνουν για να αναδείξουν την ομορφιά. Και αυτός ο έξω κόσμος αναδεικνύει τη συντήρηση παρά την όποια πρόοδο στο σήμερα, εκατό και βάλε χρόνια μετά το πέρασμα της Σουλτς από τον κόσμο τούτο.
Με διάφορα επίπεδα και πλείστες γωνίες θέασης, το μυθιστόρημα αυτό δεν υποκύπτει στην όποια υπόνοια μιας στρατευμένης γυναικείας γραφής, δεν υποτάσσεται στις ευκολίες της καταγγελίας, δεν είναι ένα μανιφέστο άψυχο και άνευρο, αλλά λογοτεχνία πολύ υψηλής στάθμης. Η φιλοδοξία είναι εμφανής και σε μεγάλο βαθμό εκπληρωμένη, η μετάπλαση ενός ψυχρού βιογραφικού υλικού σε πρόζα που κοχλάζει σε υψηλές θερμοκρασίες πετυχημένη και με το παραπάνω. Η οδός μέσω της οποίας η αρχική έμπνευση μετατρέπεται σε μυθιστόρημα προσφέρει στον αναγνώστη ένα ιδιότυπο κοίταγμα στο εργαστήρι της συγγραφέως, στο πώς γεννήθηκε και πώς μεγάλωσε αυτή η αφήγηση, ποιες ανάγκες κάλυψε και ποιες αποφάσεις την καθόρισαν, ποιος είναι ο τρόπος της να κοιτάζει και να ερμηνεύει τον κόσμο, ποια είναι η σχέση της συγγραφέως με την τέχνη και τους δημιουργούς, μια σχέση γεμάτη από ευγνωμοσύνη και ανάγκη για ανταπόδοση του δώρου.
Επανέρχομαι, κλείνοντας, στην ικανότητα της Διάκου, στον αφηγηματικό της τρόπο που παραμένει σε εντυπωσιακά ύψη καθ' όλη τη διάρκεια, σαν όλο αυτό να βγήκε με μια και μόνη ανάσα, χωρίς να ξεμένει από καύσιμη ύλη, χωρίς να υποφέρει από μανιέρα και εγκεφαλικότητα, χωρίς να βιάζει το συναίσθημα, χωρίς να χρησιμοποιεί το ποιητικό για να λιγώσει τον αναγνώστη και να θολώσει τα νερά, χωρίς τον ναρκισσισμό ενός εγώ, αλλά με διάθεση να παραχωρήσει τη σκηνή στην ηρωίδα της. Βιβλίο που διαβάζεται ξανά και ξανά. Αναπάντεχα εντυπωσιακό.
υγ. Από τις πρώτες σελίδες ένιωθα μια ευκρινή διακειμενική σύνδεση με την σπουδαία Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, όχι μόνο στον αφηγηματικό τρόπο αλλά και με την ίδια τη Λαβίνια Σουλτς. Περισσότερα για τη Μπάχμαν θα βρείτε εδώ. Επίσης, από τα βάθη της μνήμης αναδύθηκε ένα βιβλίο που όταν το είχα διαβάσει ενθουσιάστηκα: Η λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον του Χρήστου Χρυσόπουλου, πίσω στο 2010, έγραφα αυτό.
Εκδόσεις Θράκα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου