Δεν είναι πολλά τα βιβλία εκείνα τα οποία, παρά το πέρας του χρόνου, συνεχίζουν να παραμένουν αμφιλεγόμενα μα ζωντανά στη μνήμη. Χαρακτηριστική περίπτωση υπήρξε η τριλογία της Κασκ (Περίγραμμα, Μετάβαση, Κύδος). Αναφερόμουν τότε σε ένα ελάχιστο, μάλλον αδιόρατο, χαλικάκι που εμπόδιζε το διάβασμα, παρά τη γοητεία και τις επιμέρους αρετές της γραφής της, κυρίως εκείνες που είχαν να κάνουν με την παρατήρηση του τριγύρω κόσμου. Και ήταν αυτό το χαλικάκι, θαρρείς, που κράτησε στη μνήμη εκείνη την αναγνωστική εμπειρία, μην αφήνοντας την ανυπόταχτη λήθη να την ποδοπατήσει. Όταν τον περασμένο Νοέμβριο κυκλοφόρησε το Δεύτερο σπίτι, εκτός της χαράς που ο εκδοτικός οίκος έδειχνε προθυμία να κυκλοφορήσει και άλλα βιβλία της Κασκ στα ελληνικά, ήταν και εκείνη η μνήμη που αναθερμάνθηκε και η επιθυμία για αναγνωστική επιστροφή στο σύμπαν της Βρετανής γεννήθηκε. Πέρασαν μήνες από τότε, η στιγμή, αναπόφευκτα, ήρθε.
Το Δεύτερο σπίτι έχει τη μορφή μιας μακροσκελούς επιστολής με παραλήπτη κάποιον Τζέφερς. Η αφηγήτρια, που μόνο προς το τέλος και με πλάγιο τρόπο ονοματίζεται, μένει με τον Τόνι, τον δεύτερο σύζυγό της, σε ένα απομονωμένο μέρος δίπλα σε ένα βάλτο που πότε φουσκώνει και πότε στεγνώνει, ένας καμβάς που μεταμορφώνει διαρκώς και αναπάντεχα το φως που πέφτει στην επιφάνειά του. Ο Τόνι αγόρασε το διπλανό χωράφι, από χρόνια εγκαταλελειμμένο και γεμάτο από θηριώδη αγριόχορτα, ώστε να αποτρέψει την ανέγερση ενός κακόγουστου σπιτιού από κάποιον επίδοξο αγοραστή και να διατηρήσει έτσι αναλλοίωτο το γύρω περιβάλλον. Καθαρίζοντας το χωράφι, ένα παλιό οίκημα, κατεστραμμένο από την επέλαση του χρόνου, θα αναδυθεί στην επιφάνεια. Αποφασίζουν να το ανακαινίσουν και να το χρησιμοποιήσουν ως ξενώνα φιλοξενίας, όσο τουλάχιστον η κόρη της αφηγήτριας απουσιάζει στο εξωτερικό για σπουδές. Αυτό είναι το δεύτερο σπίτι.
Δεκαπέντε χρόνια πριν, ο πίνακας ενός άγνωστου ως τότε σε εκείνη ζωγράφου σε κάποιο μουσείο στο Παρίσι θα της άλλαζε τη ζωή με τον τρόπο που μόνο η τέχνη μπορεί. Στο αφηγηματικό παρόν, θα περιγράψει στον Τζέφερς τα όσα διαδραματίστηκαν όταν εκείνος ο ζωγράφος, αποδεχόμενος την πρόσκλησή της να περάσει ένα διάστημα ως φιλοξενούμενος εκείνης και του άντρα της, έφτασε συνοδεία μιας νεαρής και πανέμορφης συντρόφου και εγκαταστάθηκε στο δεύτερο σπίτι.
Από τις πρώτες κιόλας σελίδες της απολαυστικής ανάγνωσης, μια σκέψη εμφανίστηκε και δεν με άφησε ούτε μετά το τέλος της ανάγνωσης. Σκεφτόμουν, λοιπόν, κάτι μάλλον προφανές, πως η λογοτεχνία είναι σύμφυτη με την εποχή της, πως, όποιο και αν είναι το ύφος ή το περιεχόμενο, αποτελεί άμεση επίδραση του γύρω κόσμου, επί αυτού ορθώνεται η πρωτοπορία, η οξυδέρκεια ή ακόμα και η αμφισβήτηση. Πιο συγκεκριμένα, και λόγω διακειμενικής συγγένειας, σκεφτόμουν τη σπουδαία Βιρτζίνια Γουλφ και από τη μια ένιωθα σίγουρος για την καθοριστική επιρροή του κόσμου εντός του οποίου έζησε και διαμορφώθηκε, με τις σταθερές και τις απαιτήσεις του, ενώ από την άλλη αναρωτιόμουν πώς θα έγραφε η Γουλφ αν ζούσε σήμερα. Καθόλου δεν σκέφτηκα αναλογίες αξίας στη γραφή ανάμεσα στις δύο συγγραφείς, τα συγκριτικά επίθετα δεν είναι διόλου του γούστου μου, άλλωστε.
Τοποθετημένο στο τέλος της έκδοσης, το σημείωμα της συγγραφέως αναφέρει: «Για το Δεύτερο σπίτι, θέλω να ομολογήσω την οφειλή μου στο βιβλίο Lorenzo in Taos (1932) της Mabel Dodge Luhan, τις αναμνήσεις της από το διάστημα που φιλοξένησε στο σπίτι της, στο Τάος του Νιού Μέξικο, τον Ντ. Χ. Λόρενς. Η δική μου εκδοχή –στην οποία η φιγούρα του Λόρενς είναι ένα ζωγράφος, όχι συγγραφέας– είναι ένας φόρος τιμής στο πνεύμα της». Ένιωσα μια επιβεβαίωση της σκέψης και κυρίως της αίσθησης πως η Κασκ, στο Δεύτερο σπίτι, αφηγείται μια ιστορία με έναν τρόπο παλιό, σε ένα άχρονο περιβάλλον παρά τις όποιες έμμεσες αναφορές στη σημερινή εποχή, ένας, όπως τον αποκαλεί η ίδια, φόρος τιμής στο πνεύμα της Luhan.
Ο επιστολικός χαρακτήρας της αφήγησης, η άμεση απεύθυνση σε έναν συγκεκριμένο παραλήπτη, εξυπηρετεί το εξομολογητικό ύφος και το περιεχόμενο της αφήγησης. Θα μπορούσε, σκέφτομαι, να είναι και μέρος ενός ημερολογίου, όμως τότε δεν θα υπήρχαν οι, αόρατοι για τον αναγνώστη που μόνο υποθέσεις μπορεί να κάνει, περιορισμοί στο τι και πώς θα επιλέξει να εκμυστηρευθεί, τι θα διαφυλάξει για εκείνη, τι μύχιο θα αποκαλύψει. Η χρονική απόσταση από τα γεγονότα, επίσης, λειτουργεί υπέρ του τελικού αποτελέσματος, προσδίδοντας την ψυχραιμία των όσων ήδη έγιναν και πια ανήκουν στο σταθερό βασίλειο του παρελθόντος, απόσταση που έχει τον ρόλο φίλτρου.
Η Κασκ πετυχαίνει να μετατρέψει κάτι που στην περιγραφή του μοιάζει με άσκηση γραφής σε υψηλή λογοτεχνία και αυτό είναι κάτι το αναμφισβήτητα σπουδαίο. Ο χρονικός αποπροσανατολισμός εγκλωβίζει τον αναγνώστη στο μυαλό της αφηγήτριας της, καθώς εκείνη πατά πότε στο τώρα, όπως ο υπαινιγμός για την περίοδο του κόβιντ, και πότε στο παρελθόν, κυρίως αφηγηματικά. Επιμένοντας στη λογοτεχνία ως κύριο διακύβευμα, η Κασκ επιτρέπει σε διάφορες αναλογίες ανάμεσα στο χτες και στο σήμερα να προκύψουν αβίαστα, αλλά και στο μυαλό του αναγνώστη, όπως στη δική μου περίπτωση τουλάχιστον συνέβη, να μετεωριστεί πέρα από τα στενά όρια της συγκεκριμένης αφήγησης και να διατρέξει το λογοτεχνικό ποτάμι που εκτείνεται ενώνοντας το παρελθόν με το σήμερα. Χωρίς να το βιάσει, λοιπόν, η Κασκ καταφέρνει να μιλήσει με έναν αλλοτινό τρόπο για το σήμερα, υπονομεύοντας διαρκώς το όποιο συναίσθημα νοσταλγίας το παρελθόν συνηθίζει να γεννά.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αναλογία των δύο γυναικών ως προς τη σχέση τους με την τέχνη. Η αφηγήτρια, που η ζωή της άλλαξε αντικρίζοντας έναν πίνακα, και η ίδια η ζωή την έφερε να συγκρουστεί μετωπικά με τον ρεαλισμό της γνωριμίας με τον καλλιτέχνη, αλλά και η συγγραφέας Κασκ που διαβάζοντας το βιβλίο της Luhan ένιωσε την έντονη επιθυμία να αποτίσει έναν φόρο τιμής, βρίσκοντας, παράλληλα, το κατάλληλο όχημα να πει αυτή την ιστορία. Ανάμεσα σε όσα αβίαστα εκπορεύονται από την αφήγηση βρίσκεται και ο στοχασμός απέναντι στην τέχνη και την επίδρασή της, αλλά και στη διάκριση ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το δημιούργημά του.
Επιστρέφοντας στη σκέψη σχετικά με τη γραφή και τη σχέση της με τον σύγχρονο σε αυτή κόσμο, και έχοντας απολαύσει αυτό το πείραμα γραφής, γιατί πείραμα δεν είναι μόνο το παιχνίδι με καινούργια υλικά και τρόπους, αλλά και η επιστροφή και το πλατσούρισμα στις πηγές, σκέφτομαι πως ίσως να ευχαριστήθηκα αναγνωστικά το Δεύτερο σπίτι και γι' αυτό το παλιό που έφερε η γραφή του, για την έντονη αντίστιξη στη συνύπαρξη του χτες και του σήμερα, κάτι που έφερε, λόγω του χαρακτήρα εξαίρεσης ως προς τη σύγχρονη λογοτεχνία, κάτι το –παράδοξα, ναι– φρέσκο, κάτι το διαφορετικό σε μια εποχή που –ευτυχώς και πάλι ευτυχώς– οι γυναικείες –και όχι μόνο– λογοτεχνικές φωνές αυξάνονται επιτρέποντας και σε άλλες γωνίες θέασης του κόσμου να προκύψουν. Ωστόσο, τι θα συνέβαινε αν το παιχνίδι της Κασκ, παρότι πετυχημένο, ήταν το λογοτεχνικό σύνηθες; Αν, για να το πω καλύτερα, η λογοτεχνία του σήμερα γραφόταν με όρους και κανόνες του χτες;
Κλείνοντας τον κύκλο της κοινότοπης αρχικής σκέψης πως η λογοτεχνία είναι σύμφυτη με την εποχή της, δεν μπορώ –δεν θέλω, καθόλου δεν θέλω- να φανταστώ, και όχι μόνο αναγνωστικά, πώς θα ήταν τα πράγματα αν η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα ήταν θετική, αν δηλαδή η λογοτεχνία του σήμερα γραφόταν με όρους και κανόνες του χτες. Ταυτόχρονα, μπορώ να φανταστώ αρκετούς αναγνώστες που κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ του γούστου τους, αυτή η συνεχής περιδιάβαση σε ένα γνώριμο λιβάδι, με το φυτολόγιο του από καιρό πλήρως συμπληρωμένο, χωρίς σελίδες κενές ώστε να προστεθεί κάποιο νέο και ως εκείνη τη στιγμή άγνωστο φυτό, με άλλα λόγια η συντήρηση της βεβαιότητας, η αποφυγή της όποιας σύγκρουσης με κάτι το νέο, αυτό το έτσι τα βρήκαμε έτσι θα τα αφήσουμε που μυρίζει έντονα ναφθαλίνη.
Και το χαλικάκι; Ήταν και εδώ ενοχλητικό στιγμές στιγμές, ανάμεσα στις τόσες αρετές της γραφής της Κασκ, ίσως η μεγαλύτερη αρετή της να είναι αυτό το αδιόρατο στο μάτι χαλικάκι, αυτή η αποτροπή βολέματος και η, αντιστικτική στην χαμηλή ταχύτητα με την οποία ο κόσμος στο Δεύτερο σπίτι κινείται, εγρήγορση.
υγ. Περισσότερα για το Περίγραμμα θα βρείτε εδώ, για τη Μετάβαση εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου