Δεν θα είχα διαβάσει το βιβλίο αυτό και θα ήταν ένα μεγάλο κρίμα, αν δεν ήταν η Μ. που μου το επισήμανε και με τον διακριτικό της τρόπο επέμεινε, με το απαραίτητο ύφος αδιαφορίας πάντα, να το διαβάσω. Είναι τόσα τα βιβλία που κυκλοφορούν, ειδικά κάποιες περιόδους του έτους, που όσο και αν πιστεύει κανείς πως διατηρεί επαρκή έλεγχο της παραγωγής, αναπόφευκτα όλο και κάτι του διαφεύγει, και ανάμεσα σε αυτά όλο και κάποιο σημαντικό βιβλίο υπάρχει, στενάχωρη φατσούλα. Αφιερωμένο στη Μ. το κείμενο αυτό.
Υπάρχει ένα διήγημα του Κορτάσαρ, που περισσότερο από όλα του αγαπώ, και στο οποίο ανατρέχω με τη σκέψη μου συχνά. Αναφέρομαι στον Αυτοκινητόδρομο του Νότου. Ένα μποτιλιάρισμα θα εγκλωβίσει εκατοντάδες οδηγούς για μέρες έξω από το Παρίσι, στην αρχή με υπομονή και κούραση, αργότερα με ανησυχία και φόβο, ομάδες δημιουργούνται ώστε να οργανωθεί η παράλογη αυτή συνθήκη. Ο ήρωας, ήρωας μόνο κατά τη διάρκεια της παραμονής στην άσφαλτο, θα αποδειχθεί καταλύτης, θα βρει λύσεις, θα πάρει πρωτοβουλίες, θα γεννήσει τον θαυμασμό στους υπόλοιπους εγκλωβισμένους αλλά και τον έρωτα σε μια όμορφη κοπέλα. Όμως, όσο ξαφνικά η κίνηση μπλόκαρε, το ίδιο ξαφνικά και αναπάντεχα αποκαταστάθηκε, με τον καθένα από τους οδηγούς να επιστρέφει στην κανονική του ζωή, και τον ήρωα, ανάμεσά τους, να φορά ξανά το άχρωμο κουστούμι ενός συνηθισμένου ανθρώπου, που τίποτα το ηρωικό δεν διαθέτει. Το όνειρο εξαϋλώνεται.
Σκέφτομαι αυτό το διήγημα συχνά, όταν μια συνθήκη εξαίρεσης εμφανίζεται, εντός της οποίας κάποιο άτομο ξεφεύγει προσωρινά από την αυτοεικόνα του αλλά και από εκείνη που (πιστεύει) πως οι άλλοι έχουν γι' αυτό. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι καλοκαιρινές κατασκηνώσεις, εκεί που τα παιδιά μπαίνουν σε μια νεοσύστατη ομάδα, χωρίς να κουβαλάνε, αν είναι τυχερά, τη φήμη τους.
Ξεκινώντας να διαβάσω το μυθιστόρημα της Οτσούκα, ιαπωνικής καταγωγής και γεννημένης στην Αμερική, σκεφτόμουν το διήγημα του Κορτάσαρ, καθώς το πρώτο από τα τέσσερα μέρη του βιβλίου εξιστορεί την καθημερινότητα κάποιων κολυμβητών σε μια συγκεκριμένη πισίνα. Διαφορετικά κίνητρα και ανάγκες οδήγησαν τους συστηματικούς επισκέπτες να φορέσουν γυαλάκια και σκουφάκι. Η οξυδέρκεια στην παρατήρηση μου έκανε εντύπωση, η συγγραφέας, στα στενά και φαινομενικά πεπερασμένα όρια της καθημερινότητας κάποιων ανθρώπων στην πισίνα, πετυχαίνει να μην κουράσει, να μην επαναληφθεί, αλλά να φέρει άψογα και θελκτικά εις πέρας κάτι το οποίο προσιδιάζει σε άσκηση δημιουργικής γραφής, που στα χέρια της γίνεται μια ανθρωπολογική μελέτη χωρίς διόλου να υστερεί λογοτεχνικά.
Ανάμεσα στους κολυμβητές βρίσκεται και η Άλις, μητέρα της αφηγήτριας, που μέσα στο νερό νιώθει όμορφα και αγαπά όσο τίποτα άλλο την καθημερινή της ρουτίνα, ταυτόχρονα παρατηρούμενη και παρατηρήτρια σε αυτόν τον μικρόκοσμο. Αυτό το μυθιστόρημα είναι η ιστορία, ο φόρος τιμής, της αφηγήτριας, άλτερ έγκο της συγγραφέως, προς τη μητέρα της, αλλά δεν μοιάζει ως προς την τεχνική και τη μορφή με κανένα άλλο, από τα πολλά είναι η αλήθεια, αντίστοιχα μυθιστορήματα για ένα από τα πλέον δημοφιλή θέματα της λογοτεχνίας, σε όποιο είδος και αν ανήκει, εκείνο, δηλαδή, της σχέσης του συγγραφέα-αφηγητή με τους γονείς του. Η Οτσούκα, χωρίς να υποκύπτει σε έναν συναισθηματισμό φορτωμένο από κλισέ και πασπαλισμένο με γκλυκαντικά, λέει με υπέροχο τρόπο την ιστορία αυτή, καταφέρνοντας να συγκινήσει, ακριβώς γιατί το θέμα της είναι οικουμενικό και πανανθρώπινο, η θλίψη και το τραύμα του γονεϊκού θανάτου. Και όμως, δεν έχουμε συναισθηματικό εκβιασμό εδώ,η λογοτεχνία πορεύεται πρώτη, το συναίσθημα και το προσωπικό περιλαμβάνονται και έπονται.
Αλλιώς: είναι αναμενόμενο πως σχεδόν άπαντες αγαπούν, έστω με τον τρόπο τους, τους γονείς τους, η εκδήλωση αυτή της αγάπης και του πένθους της απώλειας απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί λογοτεχνία και δη λογοτεχνία που αφορά τον αναγνώστη, καταφέρνοντας να απεγκλωβιστεί από τη στενωπό του αμιγώς προσωπικού. Αγαπάμε και εμείς τους γονείς μας άλλωστε και η απώλεια, ή ακόμα και η σκέψη της, μας αναστατώνουν. Ταυτόχρονα, όμως, το προσωπικό, το υποκειμενικό, αν προτιμάτε, είναι απαραίτητο, αυτή η διαφορετική γωνία θέασης είναι πιθανό να χαρίσει κάτι το αναπάντεχο στον αναγνώστη, σκουντώντας και ίσως μετακινώντας κάποια βεβαιότητα, συχνά φορεμένη και όχι ραμμένη στα μέτρα του. Το συναίσθημα, θέλω να πω, το βίωμα και η έκφρασή του δεν είναι μαθηματικά, δύσκολα διακρίνεται σε σωστό ή λάθος, ακόμα και αν βρίσκεται στον προσωπικά μας αντίποδα.
Στο Κολυμπώντας, η εμπλοκή του προσωπικού στοιχείου δεν αυτονομείται ανεξέλεγκτα, βρίσκεται, ωστόσο, ευκρινής και διαρκώς παρούσα στον πυρήνα της αφήγησης, είναι η απαραίτητη καύσιμη ύλη που θέτει αρχικά τον μηχανισμό σε κίνηση, που δίνει στην αφήγηση κάτι το επιτακτικό και αναγκαίο, πως αυτή η ιστορία πρέπει να ειπωθεί και αυτός είναι ο κατάλληλος τρόπος για να πραγματοποιηθεί αυτό. Και ίσως, από την τεχνική αντιμετώπιση της αφήγησης θα μπορούσε κανείς να προχωρήσει σε εξαγωγή, ίσως αυθαίρετων ίσως όχι, συμπερασμάτων για τη σχέση μάνας και κόρης, εκκινώντας από την απόσταση που ο λογοτεχνικός τρόπος της αφηγήτριας επιχειρεί να διατηρήσει από το συναίσθημα, ή για τη μηχανική της διαχείρισης του πένθους. Επίσης, χωρίς να μπλέκει σε δυσνόητα και εξεζητημένα λογοτεχνικά ευρήματα και εργαλεία, η Οτσούκα πετυχαίνει να απομακρυνθεί από την απλότητα που άλλες αντίστοιχες απόπειρες συνήθως έχουν, φανερώνοντας μια συγγραφική φιλοδοξία, πάντοτε καλοδεχούμενη. Επιλέγει την κατάλληλη αφηγηματική φωνή σε κάθε ένα από τα μέρη, δοκιμάζει και δαμάζει το απαιτητικό πρώτο πληθυντικό και κάνει χρήση της δευτεροπρόσωπης απεύθυνσης, πάντοτε με στόχο να υπηρετήσει όσο το δυνατόν καλύτερα το κείμενο και την ιστορία. Και τα καταφέρνει, με μια ήπια και χαμηλών τόνων αφήγηση, χωρίς εξάρσεις και κραυγές, χωρίς διακριτό και τεχνητό καλλωπισμό.
Χωρίζω τα βιβλία που μου αρέσουν σε εκείνα που θα ήθελα να έχω στη βιβλιοθήκη μου, όχι απαραίτητα γιατί σκοπεύω να τα διαβάσω ξανά, αλλά γιατί η παρουσία τους αίφνης μετά την ανάγνωση γίνεται αναγκαία, και σε εκείνα που επίσης μου άρεσαν αλλά δεν μοιάζουν απαραίτητα, η ανάμνηση και το εκάστοτε ημερολογιακό κείμενο αρκούν, θαρρείς, και θέλω να τα μοιραστώ και να τα ελευθερώσω, να βρουν και άλλους αναγνώστες. Το Κολυμπώντας είναι ένα από τα λίγα εκείνα βιβλία που το τοποθέτησα κιόλας στο ράφι. Και αυτό από μόνο του μου μοιάζει αρκετό ως απόδειξη για το πώς ένιωσα διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, που παραλίγο θα περνούσε απαρατήρητο και θα ήταν κρίμα να συμβεί κάτι τέτοιο. Οπότε επιστρέφω στη Μ. για να της πω ένα ευχαριστώ. Είναι το ελάχιστο αντίδωρο για κάποια που μου γνώρισε ένα βιβλίο όπως αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου