Ήμουν στο μαγαζί όταν έφτασε το βιβλίο της Πιεδάδ Μπονέτ, για την οποία τίποτα δεν γνώριζα, είδα στο σύντομο βιογραφικό πως είναι Κολομβιανή, γεννημένη το 1951, ξεκίνησα να διαβάζω, λίγες σελίδες αργότερα το άφησα, οι συνθήκες δεν ήταν και οι πλέον ιδανικές, αργότερα στο σπίτι ξενύχτησα, την επόμενη μέρα νωρίς το απόγευμα το είχα τελειώσει.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, συχνά σε πρώτο πληθυντικό σε μια απόπειρα συμπερίληψης όλης της οικογένειας, ξεκινά από τη στιγμή που η συγγραφέας και ο άντρας της φτάνουν στο διαμέρισμα του γιου τους στη Νέα Υόρκη, το παράθυρο, από το οποίο πήδηξε και προσγειώθηκε νεκρός στο κράσπεδο λίγες μέρες πριν, ήταν ανοιχτό. Ο θάνατος φέρει μαζί του μια σειρά από ψυχρές, απαραίτητες, έντονα γραφειοκρατικές διαδικασίες, το άδειασμα του σπιτιού, τα έγγραφα ταφής, η τελετή, η επικοινωνία του γεγονότος, χαρτιά και άλλα χαρτιά, γνώση ή υπόθεση των επιθυμιών του νεκρού, μια διαδικασία που κρατάει στον αφρό τους πενθούντες και δεν τους αφήνει να βυθιστούν. Αυτό συμβαίνει όταν γυρίσουν πίσω σε εκείνο που λέγεται καθημερινότητα.
Δύο βιβλία πριν, διάβασα το Αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα, στη συνέχεια το Περί γάμου και χωρισμού, χωρίς να το έχω υπολογίσει Αυτό που δεν έχει όνομα ήρθε να συμπληρώσει μια τριάδα πόνου και απώλειας, τριάδα επίσης σε μια δυσδιάκριτη επικράτεια, κάπου στα σύνορα της αυτομυθοπλασίας με την αυτοβιογραφία. Το αναγνωστικό μονοπάτι, ενίοτε, χαρακτηρίζεται από παράξενες συμπτώσεις, το ένστικτο ή η τυχαιότητα διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο, φανερώνουν κάτι από το βαρομετρικό της περιόδου εκείνης.
Το πένθος ανέκαθεν αποτελεί καύσιμο της λογοτεχνίας, της δημιουργίας εν γένει, κρυμμένο λιγότερο ή περισσότερο ανάμεσα στις γραμμές του κειμένου. Η Μπονέτ, συγγραφέας ήδη, μετά την αυτοκτονία του γιου της, δεν ξέρει πώς αλλιώς μπορεί να διαχειριστεί το πένθος τής απώλειας, καταφεύγει σε γνώριμα καταφύγια, σε εκείνα της γραφής και της ανάγνωσης, δεν επιθυμεί να αποσπάσει τη σκέψη, να ξεχάσει, όχι, κάτι τέτοιο θα ήταν φρικτό, να καταλάβει θέλει, να διαβάσει αφηγήσεις αντίστοιχες, να μπορέσει να συμπληρώσει τα κενά της ιστορίας του γιου της, να κατανοήσει. Εκείνος είναι πια νεκρός, και ας ξεχνιέται εκείνη κάποιες στιγμές ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου του και περιμένοντας να τον δει μπροστά της, τι ανοίγεις την πόρτα ρε μάνα, να της πει, μια μελωδία θα ήταν αυτή, η σιωπή και η ακινησία βασιλεύουν πια.
Δεν αγαπώ καθόλου τους ανθρώπους εκείνους που χωρίς να έχουν διαβάσει το ένα ή το άλλο βιβλίο αποφαίνονται πως ο δημιουργός εκμεταλλεύεται τον πόνο, πως τον βγάζει σε πάγκο στην αγορά να τον πουλήσει στον κάθε περαστικό αναγνώστη. Θα μπορούσαν απλά να μη διαβάσουν το βιβλίο, δεν θα το έκαναν έτσι και αλλιώς, και να σωπάσουν, να ασχοληθούν με κάτι άλλο, να μας αφήσουν ήσυχους.
Αυτό δεν είναι ένα συναισθηματικά εύκολο βιβλίο και πώς θα μπορούσε να είναι. Η διάκριση ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο είναι εδώ καθοριστική. Απομονώνοντας το περιεχόμενο, η ιστορία λέει πως ένας νεαρός άντρας που υπέφερε από έντονες ψυχικές διακυμάνσεις αυτοκτόνησε πηδώντας στο κενό από το ανοιχτό παράθυρο. Η ιστορία αυτή, ωστόσο, δεν θα ήταν από μόνη της αρκετή ώστε να πάρει λογοτεχνική μορφή και να μπορέσει να σταθεί και ως τέτοια, πέρα από μια συμπυκνωμένη και οδυνηρή περίληψη του γεγονότος.
Έγραφα και στο αντίστοιχο κείμενο για Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα πως υπάρχει η ενοχή της ανάγνωσης, η απόλαυση που αντλεί ο αναγνώστης σε πλήρη και ευθεία αντίθεση με την ιστορία που διαβάζει. Το ίδιο συμβαίνει και εδώ. Το γεγονός, η γυναικοκτονία στο ένα και η αυτοκτονία εδώ, είναι γνωστό από την πρώτη σελίδα, κανένα περιθώριο ευτυχούς τέλους δεν υπάρχει, η ανάληψη από το παρελθόν, τα βήματα που οδήγησαν στον θάνατο απλώς έρχονται να πουν την ιστορία δύο ανθρώπων που πια δεν δύνανται να το κάνουν για τον εαυτό της, ένας ιδιότυπος φόρος τιμής, μια απόπειρα επούλωσης του τραύματος αλλά και των τύψεων που μένουν να βασανίζουν τους εναπομείναντες στη ζωή, το αν θα μπορούσαν να έχουν κάτι έγκαιρα, όταν όλα ήταν ακόμα δυνατά.
Με τα λόγια της Μπονέτ: «Μετά τον θάνατο του Ντανιέλ, όταν ο συγγραφέας και φίλος μου Αντόνιο Γκαρθία μαθαίνει ότι γράφω αυτό το βιβλίο, μου χαρίζει το Γεγονός, ένα σκληρό και όμορφο βιβλίο της Ανί Ερνό. Σε αυτό διαβάζω το εξής: "Είναι πιθανό μια ιστορία όπως αυτή να προκαλέσει όχληση ή αποστροφή, ή να χαρακτηριστεί κακόγουστη, Το γεγονός πως έχεις ζήσει κάτι, ό,τι κι αν είναι αυτό, σου δίνει το δικαίωμα να γράφεις γι' αυτό. Δεν υπάρχει κατώτερη αλήθεια". Δίνει το δικαίωμα, πράγματι. Αλλά αναρωτιέμαι γιατί το κάνω. Ίσως επειδή ένα βιβλίο γράφεται κυρίως για να γεννήσει ερωτήματα. Επειδή το να αφηγείσαι συνεπάγεται να αποστασιοποιείσαι, να δίνεις προοπτική και νόημα. Επειδή, λέγοντας την ιστορία μου, ίσως λέω και πολλές άλλες ακόμα. Επειδή, παρ' όλα αυτά, παρ' όλη τη σύγχυση και τη μελαγχολία μου, ακόμα έχω πίστη στις λέξεις. Επειδή, παρότι ζηλεύω αυτούς που μπορούν να γράψουν λογοτεχνία με ξένα δράματα, εγώ μπορώ να τραφώ μόνο από τα δικά μου σπλάχνα. Αλλά κυρίως επειδή, όπως γράφει ο Μιγιάς, "η συγγραφή ανοίγει και την ίδια στιγμή καυτηριάζει τις πληγές"».
Η ανάγνωση, ο κύριος τρόπος μέσω του οποίου αντλώ από τη δεξαμενή της ανθρώπινης εμπειρίας, δεν είναι πάντοτε ευγενική μαζί μου, ευτυχώς. Παραπάνω από μια φορές σκέφτηκα τους δύο νεκρούς, τη Λιλιάνα και τον Ντανιέλ, τη δολοφονημένη και τον αυτόχειρα, με όρους σύγκρισης, εκείνη που δεν το επέλεξε και εκείνος που το επέλεξε, να το πλεονέκτημα. Με ενόχλησα και με εκνεύρισα, με θύμωσα κάνοντας τη σκέψη αυτή, είδα κάτι ποταπό μέσα μου, κάτι το συντηρητικό, κάτι το οποίο με λύσσα θα αρνιόμουν πως είναι συστατικό μου, όμως τέτοιας ποιότητας άνθρωπος είμαι, ακόμα ένα κρακ πήρε τη θέση του στην ηχητική αίθουσα, παρέα με άλλα πολλά, της ανάγνωσης τέκνα.
Κατά την ανάγνωση, προσπαθούσα να ελέγχω αν η αφήγηση της Μπονέτ έτεινε στον συναισθηματικό εκβιασμό, μήπως έλεγε: πώς μπορείς να πεις κάτι σε μια μάνα που πενθεί· χωρίς να το λέει ευθέως. Η απόπειρα βίαιης εξόρυξης συναισθήματος με κάνει να στυλώνω τα πόδια. Η Μπονέτ δεν ασχολείται με τον αναγνώστη αλλά με την εαυτή της, με την οικογένειά της και τον νεκρό πια γιο της, αυτοί είναι οι συντελεστές της εξίσωσης εδώ. Και αν σε επίπεδο απόπειρας συναισθηματικής ίασης κάτι τέτοιο μοιάζει προφανές, σε επίπεδο παραγωγής λογοτεχνίας μοιάζει ύποπτο, πώς γίνεται μια δημιουργός, μια πομπός να μην έχει κατά νου τον δέκτη; Σε περιπτώσει όπως αυτή, υποθέτω, πως είναι ακόμα πιο σαφές πως το βιβλίο, όταν ολοκληρωθεί, εγκαταλείπει τον συγγραφέα και περιφέρεται αυτόνομο στα ράφια των βιβλιοπωλείων, επιτρέποντας σε ξένα και άγνωστα χέρια και μάτια να το διαβάσουν.
Κάτι άλλο που σκέφτομαι, αυτή τη φορά μετά το τέλος της ανάγνωσης, και κάπως έχει να κάνει με τη διαπραγμάτευση της απόλαυσης, εμπεριέχεται στο εξής ερώτημα: το αδηφάγο διάβασμα οφείλεται στις αφηγηματικές αρετές ή είναι μια επώδυνη συναισθηματικά διαδικασία που θέλεις να τελειώσει το συντομότερο δυνατόν; Δεν ξέρω να πω, θα έλεγα γενικά και τετριμμένα πως κάπου ανάμεσα στα δύο βρίσκεται η απάντηση.
Πέρα από την (ενοχική) απόλαυση της ανάγνωσης, τις διακειμενικές αναφορές που κάποιες υπήρξαν κοινές (ο Όστερ ή ο Μαρίας για παράδειγμα) και άλλες σημειώθηκαν για περαιτέρω διερεύνηση, το έντονο συναίσθημα που η βιωματική γραφή της Μπονέτ μου γέννησε, υπήρξε και κάτι ακόμα που έκανε αυτή την ανάγνωση σημαντική και έχει να κάνει με τη διαπραγμάτευση του ζητήματος της ψυχικής υγείας με όρους θεραπείας. Ο Ντανιέλ είχε πάντοτε πρόσβαση σε ειδικούς με ισχυρή σύσταση, ένα προνόμιο οικονομικό και κοινωνικό το οποίο η πλειοψηφία δεν διαθέτει, επίσης, με βάση την αφήγηση της Μπονέτ, ο γιος της είχε και την υποστήριξη από τον οικογενειακό πυρήνα, ωστόσο δεν τα κατάφερε να υποτάξει τους δαίμονές του. Η αορατότητα της ψυχικής νόσου, παρά τις όποιες καμπύλες και νέες βιβλιογραφικές καταχωρήσεις, πέρασε κάτω από όλα τα ραντάρ, μεταμορφώθηκε, έδειξε να νικιέται, λούφαξε, αυτό που δεν έχει όνομα είχε τον τελευταίο λόγο. Το δεν υπάρχουν ασθένειες αλλά ασθενείς έμεινε απλώς ένα ευφυολόγημα, μια ευχή σε έναν θεό που δεν υπάρχει ή είναι κωφός.
Η αυτοχειρία, η πράξη ή ο ιδεασμός της, ειδικά για τους ορθολογιστές δίχως μεταφυσικές ανησυχίες, υψώνει ακόμα ένα φιλοσοφικό ερώτημα, δοκιμάζοντας τα όρια της ηθικής/ορθής επιλογής της επιθυμίας για ζωή απέναντι στην επιθυμία για θάνατο, ερώτημα αντιμέτωπο με τον μονόλογο των ζωντανών και τη σιωπή των αυτόχειρων.
Βιβλία όπως αυτό, πάντα θα μου φέρνουν στο μυαλό το καλύτερο ίσως της κατηγορίας πένθους, το Η χρονιά της μαγικής σκέψης της Τζόαν Ντίντιον.
υγ. Αναφέρθηκα στην πρόσφατη ανάγνωση του Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα, περισσότερα εδώ, στο Περί γάμου και χωρισμού, περισσότερα εδώ, στο Η χρονιά της μαγικής σκέψης, περισσότερα εδώ, στον Όστερ, κυρίως στο Ημερολόγιο του χειμώνα, περισσότερα εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου