Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2025

Κεντούκι - Samanta Schweblin

Η πρώτη γνωριμία του ελληνικού κοινού με τη, γεννημένη το 1978 στο Μπουένος Άιρες, Σαμάντα Σβέμπλιν έγινε το 2020 όταν και κυκλοφόρησε η ενδιαφέρουσα Απόσταση ασφαλείας για να ακολουθήσει η συλλογή διηγημάτων τα Επτά άδεια σπίτια, πάντα σε μετάφραση της έμπειρης Έφης Γιαννοπούλου για τις εκδόσεις Πατάκη.

Το Κεντούκι είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα που στηρίζεται σε ένα εύρημα που το κατατάσσει (και) στην υποκατηγορία της επιστημονικής φαντασίας. Τα κεντούκι δεν είναι ούτε κατοικίδιο, ούτε ρομπότ, αλλά ένα υβριδικό κατασκεύασμα, ένα λούτρινο σε μορφή κάποιου ζώου, μια ακόμα καταναλωτική μόδα που σύντομα μετατρέπεται σε παγκόσμια μανία. Όταν ο αγοραστής γυρίσει σπίτι και το ενεργοποιήσει, εκείνο συνδέεται με κάποιο τυχαίο ανά τον κόσμο χρήστη, ο οποίος μέσα από τα μάτια-κάμερα του λούτρινου αποκτά οπτική επαφή με τον κάτοχό του. Έτσι, ο κόσμος των χρηστών κεντούκι χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: σε εκείνους που θέλουν να παρακολουθούν και σε εκείνους που θέλουν να παρακολουθούνται.

Αυτό το εύρημα, που θα μπορούσε να είναι κάποιο επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς Black Mirror, δεν μοιάζει εντελώς με αποκύημα μιας νοσηρής και πλούσιας συγγραφικής φαντασίας και αυτή η μη απιθανότητα το καθιστά ακόμα πιο τρομακτικό, υπονομεύοντας σε μεγάλο βαθμό τη μυθοπλαστική μεμβράνη του ανοίκειου. Η Σβέμπλιν, με τη γνώριμη από τα προηγούμενα βιβλία της ροπή στο ασυνήθιστο και τον (όχι πάντοτε) υποδόριο τρόμο, εκμεταλλεύεται επαρκώς και έξυπνα το κεντρικό αυτό εύρημα, χωρίς να υποχωρεί κάτω από το βάρος της πρωτότυπης ιδέας ή να εγκλωβίζεται σε αυτή, αλλά στήνοντας το μυθιστόρημά της με τέτοιο τρόπο που δεν χρειάζεται να αναλύσει με λεπτομέρειες το πώς και τι της λειτουργίας των κεντούκι, παρά μόνο μέσα από την προώθηση της πλοκής της κάθε υποϊστορίας που συνθέτει το μυθιστόρημα.

Το κυνήγι της πρωτότυπης ιδέας, στο οποίο αρκετοί επίδοξοι συγγραφείς αναλώνουν τη σκέψη και την ενέργειά τους, ποτέ, όποια και αν είναι αυτή η ιδέα, δεν αρκεί από μόνο του ώστε να παραχθεί λογοτεχνικό αποτέλεσμα, πόσο μάλλον λογοτεχνικό αποτέλεσμα αξιώσεων. Η Αργεντινή συγγραφέας αντλεί περαιτέρω έμπνευση από την κεντρική αυτή ιδέα, δοκιμάζει τα όρια της, αντιμάχεται τους αναπόφευκτους (ειδολογικούς κυρίως) περιορισμούς και παραδίδει ένα μυθιστόρημα σύγχρονου τεχνολογικού τρόμου, διαπραγματευόμενη την ευκολία με την οποία ο συγκαιρινός άνθρωπος είναι διατεθειμένος να παραδώσει την προσωπική του ζωή σε μια αόρατη, μα πανταχού παρούσα, βιομηχανία θεάματος, αποτελώντας τον αναγκαίο διαμεσολαβητή και το φίλτρο επιτυχίας μιας ιδέας που στην περιγραφή της μοιάζει τραβηγμένη και καταδικασμένη στην εμπορική αποτυχία.

Ωστόσο, αυτό εδώ είναι ένα καλό μυθιστόρημα (και) γιατί η Σβέμπλιν ξέρει και δεν υποκύπτει στο δέλεαρ μιας κοινωνιολογικής ή ανθρωπολογικής ανάλυσης. Η καλή επιστημονική φαντασία συνηθίζει να επισημαίνει, μέσω της οξυδέρκειας του εκάστοτε δημιουργού και με τρόπο λογοτεχνικό, το κακό μονοπάτι στο οποίο ο κόσμος βαδίζει. Είναι αυτό που η κριτική και η αναγνωστική πρόσληψη συνηθίζουν να χαρακτηρίζουν ως προφητικό, χαρακτηρισμό τον οποίο, θέλω να πιστεύω, οι συγγραφείς θα εύχονταν να μην δικαιώσει το μέλλον, σαν η επισήμανση τους να είναι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ένα καμπανάκι, ένα ξόρκι του κακού, μια κραυγή αποφυγής μιας εν πολλοίς αναπόφευκτης δυστοπικής κατάληξης.

Τα υπόλοιπα συστατικά της αφήγησης δεν εγκαταλείπονται στη σκιά. Η προώθηση της πλοκής, η γλώσσα, οι χαρακτήρες, όλα είναι δουλεμένα όσο χρειάζεται για να υπηρετήσουν την κεντρική συγγραφική πρόθεση, προσθέτοντας επιπλέον αξία στη συνολική κατασκευή. Η Σβέμπλιν διατηρεί μια αξιοθαύμαστη εσωτερική ισορροπία ανάμεσα στην υπόδειξη του επικίνδυνου μονοπατιού και της λογοτεχνικής (με ή χωρίς εισαγωγικά) αναγνωστικής απόλαυσης, επιβάλλοντας εξ αρχής στον αναγνώστη ένα συνεχές γαϊτανάκι έλξης και απώθησης, ζεστού και κρύου, θέτοντας υπό διαρκή αμφισβήτηση τη στερεοτυπική απόφανση μου άρεσε/δεν μου άρεσε, που είθισται να αποτελεί την κατακλείδα κάθε ανάγνωσης, εδώ, υπενθυμίζεται διαρκώς, δεν υπάρχει κάτι να σου αρέσει, να σε τρομάξει ναι, να σε αγχώσει ναι, αλλά να σου αρέσει όχι, και όμως, ταυτόχρονα, δυσκολεύεσαι ή ακόμα και αδυνατείς να το αφήσεις από τα χέρια σου. Και αυτό είναι ένα σπουδαίο παράσημο στο πέτο της συγγραφέως. 

Το Κεντούκι είναι ένα μυθιστόρημα με έντονο το στοιχείο του αλλόκοτου, στην υπεραιχμή της επέλασης της ψηφιακής συγχρονίας, που χωρίς να εκβιάζει δημιουργεί διάφορα στρώματα αναλογιών.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών) 

υγ. Για την Απόσταση ασφαλείας, τότε, έγραφα αυτό.

Μετάφραση Έφη Γιαννοπούλου
Εκδόσεις Πατάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου