Που δεν τρέμουν τα χέρια σου, τραγουδούσε εκείνος, ήμουν μικρός, δεν ήξερα πως/πώς τα χέρια μπορεί να τρέμουν, κάποτε συνέβη, αναπόφευκτα. Ο στίχος τριγυρνούσε διαρκώς στο μυαλό μου κατά την ανάγνωση του Κασκαντέρ. Σε μια γόνιμη σύμπτωση, πρόσφατα είχα διαβάσει Τα χέρια του Ντάριαν Λίντερ (μτφρ. Χρήστος Πάλλας, εκδόσεις Periplaneta), συμβαίνουν ενίοτε τέτοιες συμπτώσεις/νήματα. Οι συμπτώσεις/νήματα είναι καθοριστικής σημασίας και συμμετοχής στο αποσπασματικό/θραυσματικό αυτό βιβλίο, με χαρισματική ωστόσο αίσθηση συνοχής, τοποθετημένα θραύσματα με περίσκεψη και φροντίδα που ωστόσο δεν καταλύουν την αίσθηση μιας συνειρμικότητας απαραίτητης για τη λειτουργικότητα της κατασκευής, συνειρμικότητα που εδράζεται και πηγάζει στη δεξαμενή των διαβασμάτων και της σκέψης, εκεί που το συναίσθημα κυριαρχεί εις βάρος της παντοδύναμης λογικής, εκεί που ενίοτε νιώθουμε το προνόμιο της αποκλειστικής απεύθυνσης του συγγραφέα.
Ένα ζήτημα ειδολογικής κατάταξης προκύπτει, πού ανήκει το Κασκαντέρ, ποιητικό δοκίμιο θα δοκίμαζα να αχνογράψω υπότιτλο στο εξώφυλλο. Η συνοχή της κατασκευής αποτελεί στόχο, μοιάζει να αποτελεί συγγραφική επιδίωξη, ωστόσο το έδαφος επί του οποίου εκτείνεται παραμένει υπόθεση πιο υποκειμενική, εύπλαστη πρώτη ύλη στα χέρια του αναγνώστη, το ποιητικό φαντάζει έτσι υπαρκτό, το δοκιμιακό δοκιμάζεται, αν θεωρήσει κανείς πως η ποίηση ελευθερώνει και το δοκίμιο κατευθύνει, πως το αφηρημένο συγκρούεται με το συγκεκριμένο, στη σχάση αυτή επιβιώνει ο κασκαντέρ, δοκιμάζει να επιβιώσει για την ακρίβεια, ούτε ο ίδιος ξέρει αν τα καταφέρνει, για να μην αναφερθούμε στο πώς.
Τέτοιες επίφοβες κατασκευές αποκτούν, αν αποκτήσουν, τα θεμέλια τους στην πορεία της ανάγνωσης, αρχικά χάσκουν επικίνδυνα, το έδαφος δεν φαντάζει στέρεο, άλλωστε οι προσδοκίες δεν θα μπορούσαν να επιβεβαιωθούν, ο,τι και αν περίμενες, η ανάγνωση θα το πλήξει, εκτός ίσως από εκείνο το αόριστο συναίσθημα/επιθυμία να διαβάσεις κάτι αποσπασματικό, δεκάδες σωματίδια να περιστρέφονται γύρω από ένα σημείο ισορροπίας αντιθετικών δυνάμεων, στο οριακό μηδέν έλξης/απώθησης, στην αρχή είναι η γλώσσα εκείνη που σε υποδέχεται, εκείνη οφείλει να κάνει καλή εντύπωση στον σαστισμένο επισκέπτη.
Μια κοινότητα στη γλώσσα, μια μη ξενότητα, πριν από την όποια ευαρέσκεια, πριν από την όποια γοητεία, πριν από την όποια χαλάρωση, ακόμα δεν ξέρει αν καλέστηκε όντως ή αν απλά χτύπησε την πόρτα, «Αναρωτιέται: είναι το όνειρό του, το όνειρο που έχει δει περισσότερες φορές στη ζωή του (όσο βέβαια ο ύπνος μπορεί να είναι δικός του), ζωή του ή μήπως πιο πολύ ζωή του; Βλέπει ότι πετάει, χωρίς καμιά τεχνική βοήθεια, χωρίς εξοπλισμό και χωρίς απορία», διαβάζει ο αναγνώστης στην πόρτα, ίσως, εγώ ναι, θυμάται πως κάποτε έβλεπε τέτοια όνειρα, τώρα πια όχι, πως πετάει, η ελαφρότητα ήταν εκείνη που περισσότερο τον κατέκλυζε ως ηδονή, το μη βάρος, η γλώσσα είναι οικεία, συναισθηματικά κατανοητή, ας μην προτρέχει ωστόσο.
Μια κοινότητα στην πλοήγηση εντός του δοθέντος κόσμου, μια μη ξενότητα στη στάση, πριν από την όποια ευαρέσκεια, πριν από την όποια γοητεία, πριν από την όποια χαλάρωση, ακόμα δεν ξέρει αν καλέστηκε όντως ή αν απλά χτύπησε την πόρτα, τα θραύσματα αρχίζουν να περιστρέφονται, εμφανίζονται μπροστά στα μάτια του, στέκουν για μια στιγμή, μέχρι να γυρίσει η σελίδα και να το επόμενο, τα νήματα απλώνονται, το ένα όνομα ακολουθεί το άλλο, χέρια και πτήσεις, η θεωρία της απόπειρας για ύπαρξη, η αγωνία μήπως είμαστε μόνοι μας σε αυτό καταλαγιάζει, η ανάγνωση το κάνει, η κοινή εμπειρία, πολύσημη και σύνθετη, στον ολοένα και πιο ελάχιστο χώρο που η στείρα λογική της επιτρέπει να κινείται, εκεί που ο χώρος κατακλύζεται από την αιτιοκρατία, από το μηδέν-ένα, τα νήματα είναι εκεί, δεν έχει σημασία ποια ακριβώς, αλλά πως υπάρχουν, πως εκτείνονται, πως επιτρέπουν να τα τραβήξεις και να τα ακολουθήσεις, ένα πλήθος από hypertext, είσοδος/έξοδος/είσοδος ξανά, τα νήματα, η ύπαρξή τους, σημαίνουν τον τρόπο, το πώς της διέλευσης, ο τρόπος προσφέρει την οικειότητα, ο τόπος ανάμεσα στην ποίηση και το δοκίμιο αναδύεται, ξεδιπλώνεται, τόπος κοινός, τι και αν το μονοπάτι δεν είναι ποτέ το ίδιο.
Μια κοινότητα στην ελευθερία πλοήγησης εντός του δοθέντος κόσμου, μια μη ξενότητα στην επιλογή, η δυσανεξία στην αυστηρή καθοδήγηση δοκιμάζεται, πριν από την όποια ευαρέσκεια, πριν από την όποια γοητεία, πριν από την όποια χαλάρωση (κυρίως), ακόμα δεν ξέρει αν καλέστηκε όντως ή αν απλά χτύπησε την πόρτα, τώρα πια διακυβεύεται το αν θα παραμείνει ή αν θα ανακρούσει πρύμναν, ο αμυντικός οπλισμός τον βαραίνει, θέλει αλλά διστάζει να τον αφήσει και να τον παραλάβει κατά την έξοδο, έχει μάθει έτσι να περπατά, εκείνος δεν νιώθει κασκαντέρ, φοβάται να είναι κασκαντέρ, στις επικίνδυνες σκηνές ας καλέσουν κάποιον άλλο, το τίμημα βαρύ όσο και ο οπλισμός, ενισχύει τη δύναμη της βαρύτητας πάνω του, εκείνος που ονειρευόταν πως πετάει ελαφρύς, κοιτάζει διαρκώς πίσω από την πλάτη του, έτσι έμαθε, έτσι πιστεύει πως επιβίωσε ως τώρα, φοβάται την τυχαιότητα, όπως πρόστρεξε έτσι θα τον εγκαταλείψει· η χαλαρότητα, λοιπόν.
Αυτό το αργό πέρασμα από την εγρήγορση στη χαλάρωση, από το κράτημα στο άφημα, από τον οπλισμό στο γυμνό, από το βάρος στην ελαφρότητα, συνέβη κάποια στιγμή, υπάρχει αν κάνει κανείς ένα ζουμ βαθύ μια στιγμή στην οποία εντοπίζεται ένα διακριτό πριν και μετά, δεν αποφεύγω τον κόπο, σκέφτομαι, αρνούμαι να διερευνήσω το οπλοστάσιο των τρικ, έγινε και το πώς δεν με νοιάζει, ίσως και να με φοβίζει, όλα πια εξηγούνται, όσα δεν εξηγούνται πετιούνται, τόση τροφή, τόσοι θησαυροί στη χωματερή της απόλυτης κατανόησης, είπαμε, ο χώρος ανάμεσα στην ποίηση και το δοκίμιο είναι ένας μη τόπος, χωρίς διακριτές ιδιότητες, δύσκολος στην περιγραφή, ασύλληπτος στην επιχείρηση της οικειοποίησης, ωστόσο γλυκός, ωστόσο παρηγορητικός, ωστόσο ανακουφιστικός, το μυαλό, όλα μυαλό είναι, μίστερ, ποια καρδιά μου λες και ποια ψυχή, εγκαταλείπει για μια στιγμή το δωμάτιο του πανικού, αναπόφευκτα θα επιστρέψει εκεί, αναπόφευκτα, ναι, αλλά θα ξέρει, θα φυλάξει θησαυρό πολύτιμο την ανάμνηση της εξόδου από εκεί, μαζί με τις υπόλοιπες εμπειρίες ευτυχούς έξωσης, θαρραλέος θα λέει ξέρω πώς, δεν θα ξέρει και θα το ξέρει, θα ελπίζει στο επόμενο νήμα, συνεχίζει.
Η αποσαφήνιση, το κυνήγι του τι θέλει να πει ο ποιητής, νιανιά το κείμενο, βίδες και ελάσματα, ο μηχανισμός στο μικροσκόπιο, ο,τι δεν εξηγείται πετιέται, χωρίς δεύτερη σκέψη, ακατανόητο φωνάζουν, άχρηστο κραυγάζουν, δεν μας νοιάζει, ψιθυρίζουμε κάποιοι, δεν μας νοιάζετε, το δυσερμήνευτο, το δυσεπίγραφο, το δυσδιάκριτο, το δυσθεώρητο, αυτό το άγνωστο μας σώζει ενίοτε, αυτή η μια νευρική σύνδεση μεταξύ εγκέφαλου και άκρου, η απόθεση στο χαρτί, από το τίποτα κάτι αναδύεται, και ας μην υπάρχει το τίποτα, ας μην ορίζεται, όπως δεν ορίζεται δικός μας ο ύπνος, εκεί που ενίοτε πετάμε, και όμως πετάμε, ναι.
Ο κασκαντέρ ξέρει πως κανένας δεν θα τον θυμάται μετά την έξοδο από την αίθουσα, τι και αν εκτέλεσε το πλέον οριακό πλάνο, τι και αν έβαλε τα χέρια του στη φωτιά έναντι της ατσαλάκωτης και απαστράπτουσας φίρμας, πρωτοσέλιδο στον τύπο και αφίσα στα δωμάτια, δεν τον νοιάζει, όσο περνάει ο καιρός όλο και λιγότερο, δεν δέχεται την πρόκληση για τη δόξα, αλλά για την πρόκληση να περάσει από εκεί που οι άλλοι λένε: επικίνδυνο, τρελό. Ο κασκαντέρ είναι ένας ποιητής που σηκώνει το βλέμμα μας από το έδαφος, το πάντα ίδιο, γνώριμα ανώμαλο έδαφος, για λίγο δεν νιώθουμε το βάρος κάτω από τα πόδια μας και αυτό το λίγο είναι πολύ, υπερβολικά πολύ, τον ευχαριστούμε, είναι ένα νήμα ακόμα να πιαστούμε.
υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
Εκδόσεις Ίκαρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου