«Υπάρχουν φορές που κι οι πιο δειλοί γίνονται θαρραλέοι. Υπάρχουν φορές που ούτε το θάρρος αρκεί. Κάποιοι πρέπει να πεθάνουν. Έτσι θα όφειλαν ή, τουλάχιστον, έτσι συμβαίνει. Απλώς για να μη βασανίζονται και να μην βασανίζουν.»
Το 2020, μια ομάδα καθημερινών ανθρώπων, χρησιμοποιώντας τόνους εκρηκτικών, ανατινάζει συθέμελα τη Θεσσαλονίκη. Εκεί που κάποτε έστεκε η Νύμφη του Θερμαϊκού, τώρα απλώνονται τεράστιες εκτάσεις χέρσας γης, μετατρέποντας την πρώην πόλη σε επίκεντρο του παγκόσμιου κατασκευαστικού ενδιαφέροντος. Μια μητρόπολη γεννάται μέσα από τις στάχτες της καταστροφής. Το μετρό, οι ουρανοξύστες και οι δρόμοι ταχείας κυκλοφορίας δεν αρκούν όμως για να μετατρέψουν μια μεγαλούπολη σε μητρόπολη, λίγες είναι οι πόλεις παγκοσμίως που διεκδικούν και κερδίζουν επάξια τον τίτλο αυτό, η Τ., όπως είναι πια γνωστή η Θεσσαλονίκη, είναι μία απ’ αυτές.
Σε ένα σκηνικό μητροπολιτικό, εκεί που το φως διαδέχεται το σκοτάδι σε απόσταση λίγων οικοδομικών τετραγώνων, εκατομμυριούχοι και ζητιάνοι χωράνε στο ίδιο κάδρο, συμμορίες χωρίζουν ζώνες επιρροής, μεσίτες είναι έτοιμοι να αυξομειώσουν τεχνητά τις τιμές και την αξία μιας γειτονιάς με σκοπό το κέρδος που χορεύει στενά με την ανάπτυξη δίνοντας την εντύπωση ενός σώματος, άνθρωποι ονειρεύονται, ερωτεύονται, θυμώνουν, γελάνε και πεθαίνουν, με ή χωρίς τη θέλησή τους.
Ο Σεντάρης είναι τριάντα πέντε χρονών συγγραφέας, αναζητά την έμπνευση και αρνείται να εγκαταλείψει την ιδέα του αστυνομικού μυθιστορήματος με κεντρικό ήρωα τον Σίντερο. Η Αγκνές είναι μοντέλο, πρωταγωνιστεί στις πλέον αναγνωρίσιμες διαφημιστικές καμπάνιες και μετακόμισε στην Τ. για να βρίσκεται στην κεντρική σκηνή. Μια κοινότατη, μα ως συνήθως μοναδική, ιστορία αγάπης.
Ο Σκλαβενίτης-Πιστοφίδης αποφασίζει να χτίσει τη Θεσσαλονίκη από την αρχή, αφήνει πίσω του την επικαιρότητα της κρίσης και καταφεύγει στο μέλλον, αναζητώντας εκεί τον απαραίτητο χώρο για να στεγάσει την ιστορία του αλλά και ένα καταφύγιο προσωπικό, μια παράπλευρη ονειροπόληση. Οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ιστορία του Σεντάρη και της Άγκνες, η Θεσσαλονίκη ως μητρόπολη και η αποφυγή της κρίσης ως πραγματικότητα, φανερώνουν το δημιουργό πίσω από το μυθιστόρημα. Η μητρόπολη Τ. όχι μόνο πείθει, αλλά ασκεί στον αναγνώστη αυτή τη χαρακτηριστική αντιφατική γοητεία, μια συνεχή εναλλαγή αισθημάτων έλξης και απώθησης, σκηνικό ιδανικό για την εξέλιξη της ιστορίας.
Από την άλλη, ο συγγραφέας δείχνει να ανήκει στη μικρή εκείνη κατηγορία των ομοτέχνων του που αποφεύγει να εντάξει την οικονομική κρίση στον πυρήνα της ιστορίας, ίσως γιατί ακόμα είναι νωρίς, η σκόνη πρέπει πρώτα να κατακάτσει. Τώρα είναι η στιγμή των δημοσιογράφων να καταγράψουν, οι συγγραφείς θα μιλήσουν μετά. Και όμως, παρότι μας μεταφέρει στο μακρινό 2055, εντούτοις εκφράζει ξεκάθαρα τη θέληση για μια επανεκκίνηση από το απόλυτο μηδέν.
Οι μητροπόλεις είναι παρούσες και στο πρώτο μυθιστόρημα του νεαρού συγγραφέα, Διαβάτες στην πόλη, δίχως όμως ετούτο να αφήνει την οποιαδήποτε σκιά επανάληψης. Αντίθετα, η εμμονή σε αυτό το μοτίβο μοιάζει να αποτελεί αντικείμενο συστηματικής έρευνας και επιτόπιας παρατήρησης, γεγονός που το καθιστά συγγραφικώς λειτουργικό και όχι μια ελιτίστικη επίδειξη σφραγίδων στο διαβατήριο. Στο, πάντα κρίσιμο και διαφωτιστικό για τη συνέχεια, δεύτερο μυθιστόρημά του, ο Σκλαβενίτης-Πιστοφίδης φέρει μαζί του τις αρετές του προηγούμενου (όπως για παράδειγμα τους πειστικούς και ολοκληρωμένους χαρακτήρες, την ικανότητα να διηγείται παράλληλα και άλλες ιστορίες, μικρότερες ή μεγαλύτερες, και να διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη), δουλεύει τις αδυναμίες του, παρουσιάζει πρόοδο στους διαλόγους, προσφέρει ένα γράψιμο νευρώδες, στακάτο και κοφτό, σχεδόν αναγνωρίσιμο από τις πρώτες κιόλας γραμμές.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στο mixtape.gr)
Εκδόσεις Απόπειρα
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχεις σκεφτεί, φίλε Γιάννη,
ΑπάντησηΔιαγραφήαν η γνωριμία με τον συγγραφέα, τον όποιο συγγραφέα, στομώνει το αναγνωστικό-μας ένστικτο;
Αν η συστέγαση κάνει τα μάτια-μας πιο ευεπίφορα στο να δουν αυτό που έχουμε προαποφασίσει να δούμε;
Συγγνώμη για τον αντίλογο,
αλλά το βιβλίο αυτό μου φάνηκε τόσο άτεχνο, τόσο βγαλμένο από μια λογοτεχνία που δεν έχει ερείσματα και δεν μπορεί να μετατρέψει την όποια ιδέα σε τέχνη, που αποφάσισα να μην αφιερώσω ούτε μια ανάρτηση γι' αυτό.
Διάβασα με προσοχή και με περιέργεια το κείμενό-σου,
αλλά πέρα από την παραστατική περιγραφή του βιβλίου και της ουτοπικής Θεσσαλονίκης, δεν πείστηκα για τον λόγο για τον οποίο αξίζει να διαβάσει κανείς το "Τ.".
Ξαναλέω, συγγνώμη για τη διαφωνία, αλλά μόνο με αντιρρήσεις χτίζεται η ανάγνωση.
Την καλημέρα-μου
Πατριάρχης Φώτιος
Καλησπέρα,
ΑπάντησηΔιαγραφήκανένας λόγος να ζητήσεις συγγνώμη, αυτό θα έλειπε άλλωστε, ο καθένας με τα γούστα του και τις προτιμήσεις του! Μόνο ας μη δηλητηριάζουμε την διαφορετική γνώμη με υπόνοιες και υποψίες, γιατί τότε δε μιλάμε για μια γνώμη διαφορετική και υποκειμενική αλλά για μια πράξη ύποπτη που αποσκοπεί να ξεγελάσει και να παραπλανήσει τους αναγνώστες αυτού του ταπεινού ιστολογίου.
Γιάννης
Γιάννη,
ΑπάντησηΔιαγραφήμιλάω για υποσυνείδητα κίνητρα που δεν τα καταλαβαίνουμε εν βρασμώ ανάγνωσης.
Αν το ελέγξεις και κάνω λάθος,
συγχώρησέ-με.
Καληνύχτα
Πατριάρχης Φώτιος
Α, ώστε σε λένε Γιάννη no14me; :)
ΑπάντησηΔιαγραφή