Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Θυμάμαι (;)







Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε άραγε;

Δε θα ήταν δύσκολο, αναλογίζομαι, δύο τρεις λέξεις κλειδιά σε κάποια μηχανή αναζήτησης θα αρκούσαν, αγνοώ το λόγο, μα έχω μουλαρώσει, επιμένω μονάχος μου να διαλύσω το νέφος ομοιομορφίας που η μνήμη (ή μήπως η λήθη) έχει απλώσει στην ανάμνηση αυτή.  

Συνθέτω την εικόνα.

Έκανε κρύο. Μάλλον φθινόπωρο πρέπει να ήταν, ή τέλος χειμώνα αρχές άνοιξης, φορούσα σίγουρα μπουφάν, το μαύρο στρατιωτικό που αγόρασα πριν μια δεκαετία σε εκείνο το πολύχρωμο παζάρι στη Μπολόνια. Μια δεκαετία από φέτος, όχι από τότε.

Πήγα μόνος μου, δεν είμαι σίγουρος αν ήταν πράξη επιλογής ή ανάγκης, δεύτερη αβεβαιότητα. Κατέβηκα τα σκαλιά του Αν, συνεπής με την ώρα της αφίσας. Ένας από τους λίγους με το χούι να λαμβάνουν υπόψην τους την ώρα έναρξης. Βρήκα μια ωραία θέση να σταθώ, ένιωσα τυχερός αν και ήξερα πως θα έπρεπε να περιμένω αρκετά μέχρι να αρχίσει η συναυλία. Κάπως αμήχανα, έτσι με θυμάμαι σήμερα να κοιτάζω δεξιά και αριστερά, τον κόσμο που μαζευόταν και πύκνωνε, την άδεια σκηνή με τα όργανα στημένα, κουρδισμένα και τεσταρισμένα ηχητικώς να περιμένουν.

Γιατί δεν έβγαλα το μπουφάν όσο ήταν καιρός; Δε μπορώ να θυμηθώ, ακόμα μία αβεβαιότητα. Όταν το αποφάσισα ήταν πλέον αδύνατο, το υπόγειο είχε γεμίσει ασφυκτικά, στεκόμασταν όρθιοι επειδή κάποιοι ακομπούσαν στους τοίχους περιμετρικά, μεσημεράκι στο μετρό, τέτοια φάση.  Η ώρα περνούσε, θυμάμαι να ιδρώνω πολύ, αυτό ναι, το θυμάμαι ξεκάθαρα. Σκέψεις άσχημες χτύπησαν την πόρτα του νου, διάφορα αν δημιούργησαν συνθήκες κλειστοφοβικές. Το sold out επανεφευρέθηκε εκείνο το βράδυ. 

Ύστερα εκείνοι βγήκαν στη σκηνή, λίγες νότες μετά, όλα μετατράπηκαν σε μουσική. Η μαθηματική λογική πίσω από την κάθε σύνθεση αντέδρασε με τις διαστάσεις του χρόνου, οι ανάγκες του σώματος επικεντρώθηκαν κυρίως στην ακοή και κατά δεύτερον στην όραση, το υπόλοιπο σύνολο απλώς παρόν, να λαμβάνει δίχως να διεκδικεί πια τη δροσιά και την ξηρασία.

Δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε το λάιβ, ούτε τότε ήξερα. Δεν είχα κοιτάξει το ρολόι ώστε να σημαδεύσω το χρόνο.

Ύστερα ο κόσμος έτρεξε στην έξοδο, με το δίκιο του. Πήγα στο μπαρ, ζήτησα μια μπύρα, χρειαζόμουν μία παύση, να κατακάτσει εντός μου η εμπειρία. Κάθησα στα σκαλάκια, δεξιά όπως κοιτά κανείς τη σκηνή. Βγάζοντας το μπουφάν δεν πρόσεξα και η μπύρα χύθηκε. Δε θυμάμαι αν επέστρεψα στο μπαρ ή αν ντροπιασμένος έφυγα.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου