«Έχουμε και λέμε. Το παίρνω από πάνω προς τα κάτω. Έκτος όροφος, η κυρία Αληθινού, μόνη της. Οροφοδιαμέρισμα κουφέτο η γριά. Ένα-μηδέν. Πέμπτος, οι Αλβανοί στο δυάρι. Δύο γονείς, δύο παιδιά, ένα-τέσσερα. Και στο τριάρι οι Λουκάδες. Δύο, συνταξιούχοι. Δεν τους παίρνεις μυρωδιά. Τρία-τέσσερα. Στον τέταρτο οι Κούρτηδες με τα παιδιά τους, καλοί άνθρωποι, και οι άλλοι Αλβανοί, γριά, ζευγάρι, μωρό, τέσσερις και αυτοί. Μας κάνει εφτά-οχτώ το σκορ. Στον τρίτο εμείς και ο Αλεξαντρ ο πλακάς, Ουκρανός εργένης, έντεκα-εννιά. Κι από κει και κάτω χάνεται η μπάλα.»
Σκηνή γνώριμη. Στο ταξί, στην ουρά για το ταμείο, στο λεωφορείο, στο περίπτερο, στην είσοδο της πολυκατοικίας, το παραλήρημα του αγνώστου στάζει μίσος και χολή, ακινητοποιεί με τη σιγουριά της γνώμης, τη βεβαιότητα. Δεν αφήνει περιθώρια για διάλογο, πόσο μάλλον για ενστάσεις, έτσι είναι τα πράγματα, εκείνος ξέρει. Φαινόμενο διαχρονικό, αχ και να με κάνανε πρωθυπουργό για μια μέρα, τότε θα έβλεπες... Σε ένα περιβάλλον ευμάρειας, μια τέτοια συμπεριφορά, φάνταζε σχεδόν γραφική, τώρα που το γάλα ξίνισε, αναβλύζει μια δυσωδία σήψης, κοινωνικός ιστός σε προχωρημένη αποσύνθεση.
Αριθμώντας Έλληνες και Ξένους στην πολυκατοικία που μένει, έτσι ξεκινά το λογύδριο του ο συνεπιβάτης του συγγραφέα αρκετά μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης. Με μια νοσταλγικότητα για τα περασμένα, τις παλιές καλές εποχές στη γειτονιά στα πέριξ της Βικτώριας, τότε που ο ήλιος έλαμπε πιο πολύ, τα νυχτολούλουδα μεθούσαν τους ερωτευμένους με το άρωμά τους, τα περιστέρια κελαηδούσαν, οι πολυκατοικίες ήταν πιο όμορφες, τα αυτοκίνητα ήταν αθόρυβα, οι γείτονες χαμογελούσαν μονίμως, η ελληνικότητα αποτελούσε εχέγγυο ευζωίας.
Ναι καλά.
Η Αθήνα χωρισμένη στα δύο, ακόμα και το κέντρο της, περιοχές εγκαταλελειμμένες, δίχως κανένα σχέδιο, καμία πολιτική, έδαφος πρόσφορο για την καλλιέργεια του μίσους, χώρος απόθεσης ψυχών σε συνθήκες ντροπής, η ανέχεια δεν είναι δικαιολογία αλλά δύναμη που χαλυβδώνει το ένστικτο της επιβίωσης, πέρα από οποιαδήποτε έννοια δικαίου, όπως στη ζούγκλα.
Η νουβέλα του Τσίρμπα έχει μια σαφέστατη δυναμική, ο αφηγητής μιλά τη γλώσσα της Αθήνας, χρησιμοποιεί τη σοφιστεία για να προβεί σε λογικά άλματα στην προσπάθειά του να αποδείξει την ορθότητά των λεγομένων του, δε διστάζει να υψώσει τον τόνο της φωνής, να δείξει απειλητικός. Ο συγγραφέας, ακούει με απέχθεια και κάποιο φόβο το παραλήρημα του αφηγητή του, ελέγχει την ηλεκτρονική αλληλογραφία στο κινητό του, ανάλογα με το περιεχόμενο, είτε διαγράφει είτε προωθεί τις καταναλωτικές προσφορές που κατακλύζουν τα εισερχόμενα. Βιάζεται να βγει στην επιφάνεια, να καπνίσει με ανακούφιση.
Η κεντρική αφήγηση ανακόπτεται από την παρεμβολή επιμέρους κειμένων, ιστορίες του χτες και του σήμερα, ειπωμένες σε μια γλώσσα παλιά, σφηνωμένες στο σώμα της εποχής, αφηγηματικά κατάλοιπα του παρελθόντος. Η συνύπαρξη προκαλεί μια αντίθεση, δύο φωνές διαφορετικές, ο αφηγητής και ο συγγραφέας σε αναμέτρηση, ο αγώνας λήγει υπέρ του πρώτου.
Η κεντρική ιστορία θα μπορούσε να σταθεί αυτόνομη και να αποτελέσει ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της κυοφορούμενης νεοελληνικής λογοτεχνίας της κρίσης. Όμως, όπως και η ίδια η εποχή, έτσι και η λογοτεχνία που την περιγράφει, θα χρειαστεί χρόνο για να δει τη σκόνη να κατακάθεται και την εικόνα να γίνεται ευδιάκριτη.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στο Bookstand.gr)
Εκδόσεις Νεφέλη
Καλημέρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜ' άρεσε αυτό που λες,
ότι "Η κεντρική ιστορία θα μπορούσε να σταθεί αυτόνομη και να αποτελέσει ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της κυοφορούμενης νεοελληνικής λογοτεχνίας της κρίσης".
Το βιβλίο είναι καλό δείγμα της ελληνικής νοοτροπίας
που θέλει τον ξένο ανταγωνιστή,
με αποτέλεσμα να αναφύονται οι ρατσιστικές αντιλήψεις πολλών Αθηναίων.
Πατριάρχης Φώτιος
Καλημέρα,
ΑπάντησηΔιαγραφήευχαριστώ για το - πάντα εύστοχο - σχόλιο,
Γιάννης