Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015

Ερωτοτροπίες - Javier Marías




Ήταν Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου, του τρέχοντος έτους, παραμονή των γενεθλίων μου, όταν σε μια βόλτα απ' το υπόγειο της Πολιτείας, και ενώ περιφερόμουν, φαινομενικά άσκοπα και δίχως σχέδιο, γύρισα μέτωπο προς τον πάγκο της μεταφρασμένης λογοτεχνίας και αντίκρισα ένα εξώφυλλο γνώριμο. Η εικόνα δεν άργησε να καθαρίσει, συνειδητοποίησα πως ήταν το εξώφυλλο από το μυθιστόρημα του Χαβιέρ Μαρίας, Ερωτοτροπίες, κοινό με την ισπανική έκδοση, και ίσως πιο κοντά στην αισθητική μου λόγω του χάρτινου εξώφυλλου, αντίθετα με το γυαλιστερό της ισπανικής εκδοχής, που εδώ και μήνες το είχα στο σπίτι, δώρο μιας φίλης από κάποιο ταξίδι της στη Μαδρίτη, και που την έκδοσή του στα ελληνικά ανέμενα από μήνα σε μήνα, σύμφωνα πάντα με το εκδοτικό πρόγραμμα του Πατάκη, για να μου προσφέρει την απαραίτητη ασφάλεια στην υλοποίηση της πρόθεσής μου να διαβάσω στο πρωτότυπο τον αγαπημένο μου, ίσως, συγγραφέα.

Και γιατί άφησες τόσο καιρό να περάσει, δίχως να διαβάσεις το βιβλίο που περισσότερο από κάθε άλλο, σύμφωνα με τα λεγόμενά σου τουλάχιστον, περίμενες να κυκλοφορήσει, με ρώτησε μια διαδικτυακή φίλη, μήπως σε φόβισαν οι προσδοκίες ή ο ντόρος της έκδοσης, συμπλήρωσε. Όχι, της απάντησα, ούτε οι προσδοκίες ούτε ο ντόρος, απλώς περίμενα την κατάλληλη στιγμή. Αλλιώς, είναι η αλήθεια, φανταζόμουν την κατάλληλη στιγμή και αλλιώς η ζωή τα έφερε -νιώθω επιρρεπής στο κλισέ τώρα τελευταία, δίχως όμως ίχνος ενοχής ή ανασφάλειας, παραδόξως. Μια βδομάδα ιδιαίτερη ξεδιπλωνόταν εμπρός μου, δίχως να προηγηθεί σκέψη, η απόφαση λήφθηκε: Ερωτοτροπίες.

Ναι, τα πάντα εξασθενούν, όμως είναι εξίσου αλήθεια ότι τίποτα δεν εξαφανίζεται ούτε χάνεται ποτέ εντελώς, παραμένουν αδύναμοι αντίλαλοι και φευγαλέες ενθυμήσεις που αναδύονται οποιαδήποτε στιγμή σαν θραύσματα από πέτρινες στήλες στην αίθουσα κάποιου μουσείου που κανείς δεν επισκέπτεται, απονεκρωμένα σαν ερείπια από αρχιτεκτονικά τύμπανα με μισοσβησμένες επιγραφές, ύλη του παρελθόντος, ύλη βουβή, σχεδόν ανεξιχνίαστα, δίχως νόημα καλά καλά, παράλογα κατάλοιπα που διατηρούνται δίχως κανένα σκοπό, γιατί δεν θα μπορέσουν ποτέ να ανασυσταθούν και είναι τώρα πια λιγότερο φως παρά σκοτάδι και πολύ λιγότερο θύμηση παρά λήθη.
Και το απόσπασμα αυτό, περισσότερο από κάθε άλλο, σε ένα βιβλίο γεμάτο από αποσπάσματα για υπογράμμιση και αναπαραγωγή, ήταν που αποτέλεσε τη δικαίωση της επιλογής, συνδυάζοντας, όπως άλλωστε και ο Μαρίας τόσο μαεστρικά κάνει, τη λογική εξήγηση με το συναισθηματικό βίωμα.
Η τελευταία φορά που είδα τον Μιγέλ Ντεσβέρν ή Ντεβέρν ήταν και η τελευταία φορά που τον είδε η γυναίκα του, η Λουίσα, γεγονός που δεν έπαψε να είναι περίεργο και ίσως και άδικο, εφόσον εκείνη ήταν ακριβώς αυτό, η γυναίκα του, ενώ εγώ ήμουν μια άγνωστη και ποτέ δεν είχα ανταλλάξει κουβέντα μαζί του.

Η Μαρία συνηθίζει να παίρνει πρωινό σε ένα μπαρ κοντά στον εκδοτικό οίκο που εργάζεται, κάθε μέρα την ίδια ώρα, βιαστικά, ώστε να είναι τυπική στο ωράριο της, μέρα με τη μέρα μια μικροκοινωνία σχηματίζεται, άνθρωποι που δουλεύουν την ίδια ώρα και επισκέπτονται το, μάλλον αδιάφορο κατά τα λοιπά, γειτονικό μπαρ, για να πιουν έναν καφέ ή και να φάνε κάτι. Ανάμεσα σε τόσα  πρόσωπα η Μαρία ξεχωρίζει ένα ζευγάρι, τη Λουίσα και τον Μιγέλ, γεγονός που μάλλον εύκολα εξηγείται, καθώς ο καθένας εκείνο που του λείπει αναζητά, εκείνο μεγεθύνει στο μυαλό του και του δίνει την ιδανική μορφή μέσω των τρίτων, οι ζωές των οποίων φαντάζουν, μακρόθεν, ιδανικές και άκοπες, έτσι και το ζευγάρι αυτό, των οποίων τα ονόματα η Μαρία δεν θα μάθει παρά πολύ αργότερα, όταν εκείνος θα είναι πια από μέρες νεκρός και εκείνη χήρα με δύο παιδιά, δείχνει να είναι ευτυχισμένο με έναν τρόπο ασυνήθιστο, που δεν ταιριάζει σε παντρεμένους με παιδιά. Και είναι αυτή η ευτυχία που έλκει την παρατήρηση και τη φαντασία της Μαρίας, σαν μια επιβεβαίωση πως η ευτυχία ναι, όντως υπάρχει. Και μια μέρα το ζευγάρι δεν θα εμφανιστεί, και η Μαρία δεν θα δώσει σημασία, παρά αρκετά αργότερα, καθώς η πρωινή απουσία τους από το μπαρ θα γίνει κανόνας, και μια συνάδελφός της, πιο ευαίσθητη από την ίδια στα κοινωνικά, θα της δείξει τη φωτογραφία του Μιγέλ Ντεσβέρν ή Ντεβέρν μαχαιρωμένου και με μισόβγαλτο το πουκάμισο, και εκείνη, σοκαρισμένη από την βίαιη αυτή εξέλιξη, θα συναντήσει τη Λουίσα, και θα εμπλακεί στα γρανάζια μιας ιστορίας σκοτεινής, αφήνοντας για πάντα πίσω της το ρόλο του απλού παρατηρητή.

Και είναι αυτός ο τρόπος του Μαρίας, ή καλύτερα μάλλον η ικανότητά του να διακρίνει, ή καλύτερα να δημιουργεί την κατάλληλη στιγμή εισόδου στο δράμα του αφηγητή-παρατηρητή σε μια ιστορία σκοτεινή, στην οποία, αν γνώριζε τις συνέπειες, σίγουρα θα απέφευγε να ανακατευτεί, μα που τώρα πια είναι αργά, και δεν του απομένει άλλη διέξοδος από την εξιστόρηση. Και είναι αυτός ο χαρακτηριστικός τρόπος του Μαρίας να διηγείται, με έναν διάχυτο εγκεφαλικό συναισθηματισμό, με μια ψυχρότητα στην παρατήρηση και στον συλλογισμό, δίχως να στερεί τίποτα από την εξέλιξη της πλοκής, πλοκής σφικτής και δουλεμένης στη λεπτομέρεια, ένα μείγμα συμπυκνωμένο, στο σχήμα της σπείρας, με ένα υπόγειο χιούμορ, μαύρο, για να ταιριάζει με την ιστορία του, διαρκώς παρόν. Με μια γοητευτική αίσθηση παρορμητικής γραφής να σκεπάζει σαν πέπλο τη λεπτοδουλειά, ίδιον ενός μεγάλου καλλιτέχνη, που σκοπός του δεν είναι να εντυπωσιάσει, επιδεικνύοντας ούτε την τεχνική ούτε το ταλέντο του, τοποθετώντας εμπόδια στον αναγνώστη, αλλά επιθυμεί -και επιτυχώς καταφέρνει- να παραδώσει ένα έργο προσιτό, μα πολυεπίπεδο.

Και γιατί αυτός ο τόσο προσωπικός, από μεριάς μου, πρόλογος άραγε, θα αναρωτηθεί κανείς, και με το δίκιο του· η σχέση μου με τον συγγραφέα δεν αρκεί. Ο Μαρίας έχει την απάντηση:
Το τι έγινε είναι το λιγότερο. Μια νουβέλα είναι, και ό,τι συμβαίνει στις νουβέλες και τα μυθιστορήματα δεν έχει σημασία και λησμονιέται μόλις τα τελειώσει κανείς. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι δυνατότητες και οι ιδέες που μας ενσταλάζουν και μας μεταβιβάζουν μέσα από τις φανταστικές τους υποθέσεις μάς μένουν με μεγαλύτερη σαφήνεια απ' ό,τι τα πραγματικά συμβάντα και τις λαμβάνουμε πιο πολύ υπόψη.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)


Μετάφραση Χριστίνα Θεοδωροπούλου
Εκδόσεις Πατάκη
       

2 σχόλια:

  1. Πολύ ωραίο βιβλίο που πρόσφατα διάβασα και παρουσίασα κι εγώ. Ωραία παρουσίαση. Σας χαιρετώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστώ Αναγνώστρια, τα χαιρετίσματά μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή