Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2016
Για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για αγάπη - Raymond Carver
Αναγνωστικό απωθημένο χρόνων: Ρέυμοντ Κάρβερ. Κατά πολλούς, ο κορυφαίος Αμερικανός διηγηματογράφος. Σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς, τους οποίους επίσης ελπίζω μια μέρα να διαβάσω, βιβλίο του Κάρβερ δεν είχα κανένα. Ένιωθα πως πρέπει να αντισταθώ, και διαμέσου της αναμονής να μεγιστοποιήσω -πιθανά- την απόλαυση. Έχω επαναλάβει αρκετές φορές την άποψή μου ως προς τη μικρή φόρμα: λιγότερες λέξεις, μεγαλύτερη ευκολία· είναι ένα από τα πολλά σχολικά κατάλοιπα. Στην πραγματική ζωή ισχύει: λιγότερες λέξεις, μεγαλύτερη δυσκολία. Η ιδέα που είχες ένα βράδυ πριν ξαπλώσεις και την έστειλες σε έναν φίλο σου ηλεκτρονικά, δεν είναι διήγημα, όσο και αν ενθουσιάστηκε ο φίλος σου (ακόμα και αν είσαι ο Κάρβερ). Εδώ, θα πεις και θα έχεις απόλυτο δίκιο, υπάρχουν διηγήματα που κάνουν κοιλιά και από τα οποία περισσεύουν δεκάδες λέξεις. Τι να πεις; Αλλά η δυσκολία της μικρής φόρμας, πιστεύω, δεν είναι μόνο του δημιουργού, αλλά και του αναγνώστη, τον οποίο συχνά αμελούμε λες και είναι στο απυρόβλητο, σε μια ζώνη καταναλωτικής ασφάλειας. Και για τον αναγνώστη, λοιπόν: λιγότερες λέξεις, μεγαλύτερη δυσκολία. Λέω εγώ, κρίνοντας από μένα. Και μετά το διήγημα έρχεται η ποίηση: ακόμα λιγότερες λέξεις, ακόμα μεγαλύτερη δυσκολία.
Η πρώτη φορά που φλέρταρα έντονα και συνειδητά με την ιδέα να διαβάσω κάτι δικό του ήταν όταν διάβασα το φοβερό κείμενο του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου με τίτλο Οι δυο ζωές του Ρέιμοντ Κάρβερ. Είναι τέτοιο το πάθος που κατακλύζει το κείμενο, τέτοια η επιλογή των αποσπασμάτων, η εναλλαγή βιογραφικών στοιχείων και υποκειμενικών παρατηρήσεων, που είναι δύσκολο να αντισταθείς στην ήδη παρούσα επιθυμία.
Η δεύτερη φορά ήταν όταν είδα το υπέροχο Birdman του Αλεχάντρο Ινιάριτου στον κινηματογράφο. Ο ήρωας επιχειρεί να ανεβάσει στο θέατρο το διήγημα του Κάρβερ Για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για αγάπη, και ήταν τέτοια η ένταση των διαλόγων ανάμεσα στα δύο ζευγάρια που πρωταγωνιστούν, που αντίστοιχή της είχα νιώσει κάποτε παλιά διαβάζοντας το θεατρικό του Έντουαρντ Άλμπι Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;
Η τρίτη φορά ήταν όταν, αργότερα την ίδια χρονιά, διάβασα τη συλλογή διηγημάτων του Τζορτζ Σόντερς Δεκάτη Δεκεμβρίου και ο ενθουσιασμός μου ήταν τέτοιος που ένιωθα την ανάγκη να παραμείνω στη μικρή φόρμα, στην αμερικάνικη μικρή φόρμα. Εκείνη, την τρίτη φορά, δεν ήταν συνειδητή η αναβολή της γνωριμίας με το έργο του Κάρβερ αλλά τυχαίο γεγονός.
Πριν λίγους μήνες, σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο, αγόρασα το Για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για αγάπη. Και περίμενα το καλοκαίρι.
Το πρώτο διήγημα με άφησε άφωνο. Δεν περίμενα να διαβάσω κάτι τέτοιο. Έτσι κύλησε όλη η συλλογή. Ακόμα δεν έχω λέξεις κατάλληλες να συνδεθούν μεταξύ τους σε ένα κείμενο σχετικό με τα διηγήματα της συλλογής, γι' αυτό και η πολυλογία σχετικά με τα γύρω τριγύρω της ανάγνωσης· θα δοκιμάσω να αφήσω κάποιες σκόρπιες σκέψεις, ελπίζοντας πως θα βγάζουν κάποιο νόημα, πως θα μεταφέρουν κάτι από τα αναγνωστικά μου συναισθήματα.
Η ανάγκη του Κάρβερ να διηγηθεί είναι τόσο αισθητή που σε αναγκάζει να διαβάσεις αυτό που έχει να πει. Τίποτα δεν μοιάζει να περισσεύει, καμία λέξη δεν είναι εκεί για να στολίσει το κείμενο, να αναδείξει τον συγγραφέα, να υψώσει ένα μνημείο θαυμασμού, οι λέξεις είναι εκεί για να αποδώσουν την ιστορία, την κάθε μία απ' αυτές. Δεν υπάρχει χρόνος για πολλά λόγια, η ιστορία πρέπει να λεχθεί το συντομότερο δυνατόν, άπαξ και έκανε την εμφάνισή της στην επιφάνεια. Ο ρεαλισμός και η απλότητα στη γραφή του Κάρβερ αποτελούν μόνο την επάνω στρώση των διηγημάτων και δεν στερούν τίποτα απ' τη μαγεία της μυθοπλασίας· εδώ μάλλον επανεμφανίζεται η παραπάνω σημείωση σχετικά με την ανάγκη του Κάρβερ να διηγηθεί. Δεν υπάρχουν ήρωες, η κάθαρση σπανίζει. Είναι μια λογοτεχνία ταξική, ο Κάρβερ γράφει για τους ανθρώπους που τον περιτριγυρίζουν, αυτοί τον ενδιαφέρουν, σε κάποια συνέντευξη λέει: Στη ζωή μου, οι δικοί μου άνθρωποι τρομάζουν πραγματικά όταν κάποιος χτυπήσει την πόρτα τους, είτε μέρα είναι είτε νύχτα, ή αν χτυπήσει ξαφνικά το τηλέφωνο. Δεν ξέρουν πως θα μπορέσουν να πληρώσουν το νοίκι τους, ή τι θα κάνουν αν χαλάσει το ψυγείο τους.
Το αμερικάνικο όνειρο πάσχει από έλλειψη λάμψης. Αλκοόλ. Συναισθήματα πρωταρχικά, διόλου επεξεργασμένα μέσα από θεωρητικούς διαύλους, πραγματικά και αυθεντικά, μια αίσθηση γύμνιας μα όχι ένδειας, πυρετού μα όχι πάθους. Σκεφτόμουν τον Μαίηλερ και τον Μπουκόφσκι κατά την ανάγνωση. Μετά τα διηγήματα του Κάρβερ διάβασα το μυθιστόρημα του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας η Σκούπα και το σύστημα, μια άκρως ενδιαφέρουσα διαδοχή αναγνωσμάτων, μια ευτυχής συγκυρία.
Θα ακολουθήσουν και τα υπόλοιπα διηγήματά του. Με τις απαραίτητες επαναληπτικές αναγνώσεις. Ύστερα και τα ποιήματα. Ύστερα όμως.
Προσδοκώντας μια εντονότερη μέλλουσα αναγνωστική εμπειρία επίσης αναβάλλω τη συλλογή του επίσης Αμερικανού Τζον Τσίβερ Ο κολυμβητής. Και ίσως κάποτε νιώσω έτοιμος να πλησιάσω -φλέρταρα να γράψω αναμετρηθώ αλλά δεν αποτυπώνει αυτό που πραγματικά νιώθω- τον Άντον Τσέχωφ.
Μετάφραση Γιάννης Τζώρτζης
Εκδόσεις Απόπειρα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
το΄χεις δει;http://www.imdb.com/title/tt0108122/
ΑπάντησηΔιαγραφή