Στην περίπτωση της Έστερ Βίντερ -που δεν ήταν καν υπόθεση, όπως ήξερε καλά ο Φρανκ, αλλά η σχεδόν απεγνωσμένη προσπάθεια δύο αντρών να καταπραΰνουν τις συνειδήσεις τους- δεν θα μπορούσαν να σταθούν νέες κατηγορίες, από νομική άποψη τουλάχιστον. Ο Φρανκ ένιωσε την παλιά γνώριμη ανησυχία στις φλέβες του, όταν άρχισε να χτυπάει ξανά ο σφυγμός του αστυνομικού.
Ο Γιάκομπ Φρανκ, πριν βγει στη σύνταξη, υπήρξε για χρόνια αστυνομικός επιθεωρητής, έλαβε μέρος σε δεκάδες έρευνες, ενώ -κανείς δεν θυμάται πια πώς- ήταν εκείνος που πάντοτε αναλάμβανε τον άχαρο ρόλο του αγγελιοφόρου που κομίζει τα άσχημα μαντάτα στους οικείους των θυμάτων. Έτσι έγινε και εκείνο το βράδυ. Χτύπησε το κουδούνι της οικείας Βίντερ, η μητέρα τον κοίταξε παραξενεμένη ακούγοντάς τον να λέει πως είναι αστυνομικός, γρήγορα όμως κατάλαβε πως τίποτα καλό δεν μπορεί να σημαίνει η επίσκεψη ενός αστυνομικού τέτοια ώρα μες τη νύχτα, τον άφησε να περάσει, το σπίτι μύριζε φρεσκοψημένη μηλόπιτα. Στο άκουσμα της είδησης τον πήρε αγκαλιά, τον έσφιξε πάνω της και δεν τον άφησε παρά επτά ώρες αργότερα, όταν κόντευε πια να ξημερώσει, σαν μόλις να συνειδητοποίησε πως δεν του είχε προσφέρει κάτι να πιει, και του ζήτησε να κάτσει στο τραπέζι της κουζίνας ενώ εκείνη έφτιαχνε καφέ και έκοβε ένα κομμάτι μηλόπιτα. Ο άντρας της έλειπε σε ένα ακόμα επαγγελματικό ταξίδι. Η Έστερ Βίντερ, η δεκαεπτάχρονη κόρη τους είχε βρεθεί, λίγο νωρίτερα, κρεμασμένη στο γειτονικό πάρκο.
Ο Γιάκομπ Φρανκ ζει πια μόνος του. Θα αναγνωρίσει αμέσως τη διστακτική φωνή στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, είναι ο πατέρας εκείνου του κοριτσιού. Ο πρώην επιθεωρητής θυμάται τα πάντα σχετικά με την υπόθεση εκείνη με κάθε λεπτομέρεια, παρά το διάστημα που έχει μεσολαβήσει, η γερή του μνήμη είναι κάτι για το οποίο ανέκαθεν διακρινόταν. Η κλήση της γυναίκας που αντίκρισε το αιωρούμενο εφηβικό κορμί, η έρευνα που ακολούθησε, η απόρριψη μιας ενδεχόμενης εγκληματικής ενέργειας, το κλείσιμο της υπόθεσης με το χαρακτηρισμό αυτοκτονία, η κηδεία, η αυτοκτονία της μητέρας μετά από έναν χρόνο. Περισσότερο απ' όλα θυμάται εκείνο το βράδυ, που χτύπησε το κουδούνι των Βίντερ, το γεμάτο από έκπληξη βλέμμα τής γυναίκας πίσω από την πόρτα, τη διάχυτη μυρωδιά μηλόπιτας στο σπίτι, την πολύωρη αγκαλιά, τη γεύση του καφέ το επόμενο πρωί. Ο πατέρας ζητά την αναψηλάφηση της υπόθεσης, ο χρόνος γυρίζει πίσω, ο Γιάκομπ Φρανκ ανοίγει τον φάκελο ξανά, εξετάζει από την αρχή τα στοιχεία, γυρεύει τυχόν λάθη και παραλείψεις, επιδιώκει να συναντηθεί με ανθρώπους από το περιβάλλον του κοριτσιού.
Η αναψηλάφηση μιας υπόθεσης αποτελεί συχνό εύρημα στην αστυνομική λογοτεχνία. Ένα νέο στοιχείο, ένα αρχικά άσχετο με την υπόθεση εκείνη συμβάν ή μια καινούργια μαρτυρία είναι ικανά να οδηγήσουν στο άνοιγμα ενός φακέλου από χρόνια κλειστού. Εδώ είναι το τηλέφωνο του πατέρα της νεκρής εκείνο που κινητοποιεί τον συνταξιούχο επιθεωρητή να ξεσκονίσει το αρχείο του, η έρευνά του δεν διαθέτει επίσημο χαρακτήρα, παρότι θα ζητήσει τη βοήθεια ενός παλιού συναδέλφου που υπηρετεί ακόμα στο σώμα. Η έρευνα δεν υποκινείται από κάποιο επαγγελματικό ή χρηματικό κίνητρο, αφήνοντας να διαφανεί κάποια άλλου είδους εμπλοκή του Γιάκομπ Φρανκ με την υπόθεση αυτή, εμπλοκή που φανερώνει -μέσα και από την εξέλιξη της πλοκής- στοιχεία του χαρακτήρα και της ψυχοσύνθεσης του κεντρικού ήρωα. Ούτε αυτό όμως είναι πρωτότυπο ως στοιχείο πλοκής. Ο Φρίντριχ Άνι χρησιμοποιεί ένα γνώριμο σχήμα για να αφηγηθεί την ιστορία του. Δεν ποντάρει στην πρωτοτυπία για να κερδίσει τον αναγνώστη. Και αυτό αποτελεί μια πρωτοτυπία.
Σημασία εδώ έχει η ανάδειξη του χρόνου, που μεσολάβησε ανάμεσα στο κλείσιμο και το εκ νέου άνοιγμα της υπόθεσης, ως άξονα περιστροφής της ιστορίας αυτής. Ο Άνι εδώ τα καταφέρνει περίφημα. Δεν είναι μόνο ο τρόπος με τον οποίο ενσωματώνει το τότε στο τώρα με τη χρήση των αναμενόμενων αναλήψεων, αλλά ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώνει την πατίνα του χρόνου στους χαρακτήρες, κυρίως στον Γιάκομπ Φρανκ και τον πατέρα, οι ενοχές και η αναψηλάφηση του δικού τους παρελθόντος, των αποφάσεων που πήραν και της στάσης που κράτησαν απέναντι στα πράγματα, όλα εκείνα για τα οποία μετάνιωσαν και πλέον είναι αργά, πολύ αργά, για να τα αλλάξουν. Ο πατέρας της Έστερ που οι δύο αυτοκτονίες τον βαραίνουν, και η μετατροπή της αυτοκτονίας σε έγκλημα θα τον απαλλάξει από ένα σημαντικό μέρος του βάρους αυτού, παρότι κάτι τέτοιο δεν θα φέρει πίσω τίποτα, και ο πρώην επιθεωρητής, που η υπόθεση αυτή αντανακλά εκείνα τα χρόνια, όλες εκείνες τις υποθέσεις που διερεύνησε, όλα εκείνα τα αναγγελτήρια θανάτου που παρέδωσε, εκείνον που κάποτε ήταν. Στους δυο τους επικεντρώνεται ο Άνι, κυρίως σε αυτούς τους δύο αλλά και σε διάφορα ακόμα δευτερεύοντα πρόσωπα της πλοκής, χωρίς να παραμελεί όμως τις συμβάσεις του είδους εντός του οποίου αφηγείται την ιστορία του.
Η μέρα χωρίς όνομα είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα παλαιάς κοπής και χαμηλού προφίλ, βραδυφλεγές και χωρίς εξάρσεις πρόσκαιρου εντυπωσιασμού, που επικεντρώνεται στους χαρακτήρες και αποπνέει μια βαθιά ανθρώπινη μελαγχολία, χωρίς να εκβιάζει συναισθηματικά τον αναγνώστη. Ένα καλό μυθιστόρημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου