Το Otoshiana (αγγλικός τίτλος Pitfall, στην ελληνική έκδοση Ο λάκκος) αποτελεί την πρώτη κινηματογραφική συνεργασία δύο σπουδαίων Ιαπώνων δημιουργών, του σκηνοθέτη Χιρόσι Τεσιγκαχάρα και του συγγραφέα Κόμπο Αμπέ. Ο Αμπέ είναι γνωστός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό λόγω του μυθιστορήματός του Η γυναίκα της άμμου, που για κάποιον απροσδιόριστο λόγο αποτελεί και το μοναδικό βιβλίο του που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά (Άγρα, 2004). Της ταινίας αυτής ακολούθησαν ακόμα τρεις, βασισμένες σε μυθιστορήματα του Αμπέ [Suna no onna (1964), Tanin no kao (1966), Moetsukita chizu (1968)], ταινίες στις οποίες το soundtrack υπέγραφε ο γνωστός από τη συνεργασία του με τον Ακίρα Κουροσόβα, Τόρου Τακεμίτσου. Η ιστορία του Λάκκου είναι του Αμπέ ενώ ο Τεσιγκαχάρα υπογράφει το σενάριο, δηλαδή εδώ δεν είναι κάποιο μυθιστόρημα του Αμπέ που μεταφέρεται, όπως συνέβη στις επόμενες τρεις ταινίες. Τη μεταφορά του Η γυναίκα της άμμου την είχα δει αρκετά χρόνια πριν, πριν ακόμα διαβάσω το βιβλίο. Τώρα θέλησα να πιάσω το νήμα της συνεργασίας των δύο από την αρχή.
Ένας νεαρός άντρας μαζί με τον μικρό γιο του και έναν ακόμα λιποτάκτη εγκαταλείπουν νύχτα το σπίτι τους. Τριγυρνούν ανήσυχοι για τον κίνδυνο μήπως συλληφθούν και δέχονται να κάνουν διάφορες δουλειές ως εργάτες σε ορυχεία. Η τύχη μοιάζει να χαμογελά στον νεαρό άντρα όταν του γίνεται μια παράξενη πρόταση για δουλειά με διαμεσολαβητή το τότε αφεντικό του. Την ημέρα πληρωμής τον καλεί στο γραφείο του και του δείχνει μια φωτογραφία στην οποία εμφανίζεται ο ίδιος ο νεαρός. Το αφεντικό του του λέει πως ένας άντρας τον γυρεύει για μια δουλειά. Παρά την αρχική επιφύλαξη ο νεαρός άντρας θα δεχτεί να πάει να συναντήσει τον υποψήφιο εργοδότη του. Με οδηγό έναν χάρτη σχεδιασμένο στο χέρι, πατέρας και γιος θα περπατήσουν αρκετά και θα φτάσουν σε μια πόλη εγκαταλελειμμένη. Μόνη κάτοικος του μέρους είναι μια γυναίκα, ιδιοκτήτρια ενός παντοπωλείου, που λέει στον νεαρό άντρα πως οι εργάτες εγκατέλειψαν την πόλη μέσα στη νύχτα όταν τους ενημέρωσαν πως το ορυχείο κινδύνευε να καταρρεύσει. Φεύγοντας της άφησαν ένα μεγάλο χρέος. Εκείνη δεν είχε πού να πάει και έμεινε εκεί περιμένοντας τον ταχυδρόμο που θα της έφερνε την πολυπόθητη επιστολή του εραστή της που θα την καλούσε κοντά του στο μέρος που θα είχε εγκατασταθεί. Ο νεαρός άντρας ζητάει από τη γυναίκα να τον βοηθήσει με τον χάρτη. Εκείνη του δείχνει πώς να πάει στο σημείο που ο χάρτης υποδείκνυε. Το παιδί περπατά δίπλα στον πατέρα του, όμως ολοένα παρασύρεται από την περιέργειά του και καθυστερεί, βρίσκοντας διαρκώς αφορμές για παιχνίδι. Ένας καλοντυμένος άντρας θα εμφανιστεί ξαφνικά και θα αρχίσει να ακολουθεί τον νεαρό. Θα τον σκοτώσει και θα τον παρατήσει στα λασπόνερα του βάλτου. Περνώντας από την πόλη ο καλοντυμένος άντρας θα δωροδοκήσει τη γυναίκα ώστε να πει ψέματα στην αστυνομία. Ο νεαρός θα εξέλθει του νεκρού κορμιού του ως φάντασμα, κάτι το οποίο θα το διαπιστώσει όταν η γυναίκα και ο γιος του δεν μπορούν να τον δουν και να τον ακούσουν. Ο νεκρός, παρών στις έρευνες, θα προσπαθήσει μάταια να στρέψει την αστυνομία προς τον πραγματικό ένοχο την ίδια στιγμή που επιχειρεί να κατανοήσει τα κίνητρα πίσω από τη δολοφονία του.
Οποιαδήποτε απόπειρα μονοποικιλιακά ειδολογικού χαρακτηρισμού της ταινίας είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, κυρίως εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο συνυπάρχουν εντός αυτής ο ρεαλισμός (με εμφανείς τις επιρροές του νεορεαλισμού) και το μεταφυσικό, ενώ εκείνο που αρχικά μοιάζει με ένα αστυνομικό κοινωνικό δράμα σύντομα θα εξελιχθεί σε μια πολιτική ταινία με φόντο το συνδικαλιστικό κίνημα. Από το πρώτο κιόλας πλάνο ο θεατής νιώθει ασφυξία, κάτι το οποίο οφείλεται τόσο στο σενάριο όσο και στην κινηματογράφηση, τη στιγμή που το πετυχημένο ρεπεράζ αλλά και τα σκηνικά -με κυρίαρχο αυτό της άδειας πόλης- επιτείνουν την αίσθηση αυτή. Η υποβλητική ατμόσφαιρα της ταινίας πετυχαίνει να ενσωματώσει αρμονικά και κυρίως λειτουργικά το μεταφυσικό στοιχείο, αποφεύγοντας τα μονοπάτια του γελοίου. Η ιστορία του Αμπέ, και το σενάριο του Τεσιγκαχάρα που προήλθε από αυτή, διαθέτει γνώριμα και αναγνωρίσιμα μοτίβα από το Η γυναίκα της άμμου. Όπως κι εκεί, έτσι κι εδώ, ο ήρωας πέφτει σε μια παγίδα, εγκλωβίζεται σε μια συνθήκη από την οποία μοιάζει αδύνατο να εξέλθει. Αυτός ο εγκλεισμός είναι κάτι που αποτελεί τη βάση για να διατυπωθούν και να εξετασθούν διάφορα ερωτήματα που προκύπτουν και ξεπερνούν τα στενά όρια του σεναρίου και άπτονται της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας και της ανθρώπινης φύσης εν γένει. Ο λάκκος είναι μια πολιτική ταινία, που διαπραγματεύεται -έστω και πλάγια- το ζήτημα της διάσπασης εντός του εργατικού κινήματος. Σε κάποια στιγμή ο νεαρός άντρας λέει στον φίλο του πως αυτό που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο θα ήθελε είναι να δουλέψει για ένα μεγάλο ορυχείο και να είναι μέλος ενός εργατικού σωματείου, μέσω του οποίου να μπορεί να διεκδικεί τους εργασιακούς όρους και τα δικαιώματά του. Και αυτό αποτελεί τη μία όψη του νομίσματος. Σημαντικό ρόλο στην ταινία παίζει ο ρόλος του χρήματος, των δημοσιογράφων και των αφεντικών, αλλά και η ανάγκη του ανθρώπου να ελπίσει σ' ένα καλύτερο μέλλον. Και είναι εντυπωσιακός ο λιτός τρόπος με τον οποίο η ταινία καταφέρνει να συμπεριλάβει έναν τέτοιο πλουραλιστικό θεματικό καμβά, χωρίς να κουράζει ή να αποπροσανατολίζει στιγμή τον θεατή, κάτι που την καθιστά σεναριακό πρότυπο.
Μια πραγματικά σπουδαία ταινία.
υγ. Για το μυθιστόρημα του Αμπέ, Η γυναίκα της άμμου, περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου