Η περσινή γνωριμία με τον Αλμπέρτο Γκαρλίνι μέσα από το Όλοι θέλουν να χορεύουν αποδείχτηκε ιδιαιτέρως ευτυχής. Ένα χορταστικό μυθιστόρημα για την Ιταλία του '80 με πειστικούς χαρακτήρες που μου προσέφερε απλόχερα μια αχόρταγη ανάγνωση. Κάπου στο βάθος του μυαλού μου περίμενα την κυκλοφορία του επόμενου βιβλίου του στα ελληνικά, γεγονός το οποίο οι εκδόσεις Πόλις είχαν προαναγγείλει. Η στιγμή αυτή έφτασε. Ο νόμος του μίσους ξύπνησε μέσα μου την επιθυμία για μια μεγάλη αφήγηση. Είχα καιρό να διαβάσω ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα που θα λειτουργούσε ως μια παράλληλη πραγματικότητα στην ολοένα και επιταχυνόμενη και πιεστικότερη συνθήκη βίου, ως ένα καταφύγιο αποσυμπίεσης. Οι προσδοκίες ήταν μεγάλες.
Μιλάνο, Μάιος 1985. Ο Φράνκο βρίσκεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Για χρόνια διέφευγε του εντάλματος σύλληψης έχοντας καταφύγει στη Λατινική Αμερική, όπως τόσοι και τόσοι νοσταλγοί του φασιστικού καθεστώτος, συμμετέχοντας στην εκεί εγκαθίδρυση στρατιωτικών δικτατοριών, αφήνοντας τα χέρια των εργοδοτών του καθαρά από αίμα, έτοιμα να αναλάβουν την εξουσία. Κατηγορείται, μεταξύ άλλων, για τη δολοφονία του άλλοτε συντρόφου του Στέφανο Γκουέρρα, με τον οποίο γνωρίστηκε στη Ρώμη το 1968 εν μέσω καταλήψεων και γενικευμένων διαδηλώσεων στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Οι δυο τους υπήρξαν σημαίνοντα μέλη μιας νεοφασιστικής οργάνωσης που σκοπό είχε τη γενικευμένη αναταραχή που θα οδηγούσε την κοινή γνώμη στην απαίτηση για περισσότερη ασφάλεια και ησυχία. Βούτυρο στο ψωμί για την επάνοδο του φασισμού δηλαδή. Μια σειρά βομβιστικών επιθέσεων, τις οποίες επιχειρούσαν να χρεώσουν στην αριστερά και την αναρχία, θα έχουν ως αποτέλεσμα αρκετούς νεκρούς. Τα απόνερα αυτών των ενεργειών θα εντείνουν τις εντάσεις στο εσωτερικό της οργάνωσης, καθένας θα επιχειρήσει να σώσει το τομάρι του.
Ο Γκαρλίνι σπάει σε δύο χρόνους την αφήγησή του. Στα ολιγοσέλιδα κεφάλαια της απολογίας τού Φράνκο παρεμβάλλονται τα πολυσέλιδα κεφάλαια με πρωταγωνιστή τον Στέφανο, με όσα συνέβησαν εκείνη την περίοδο, κεφάλαια που λειτουργούν ως μια ιδιότυπη ανάληψη μιας ιστορίας της οποίας την κατάληξη ο αναγνώστης εξ αρχής γνωρίζει, ο Στέφανο δολοφονήθηκε. Εκείνο που μένει να αποκαλυφθεί είναι ποιος τράβηξε τη σκανδάλη. Μέσα από τη διαδρομή του Στέφανο στις νεοφασιστικές συμμορίες, ο Γκαρλίνι επιχειρεί να ανασυνθέσει τα «μολυβένια χρόνια» της Ιταλίας, ένα κομμάτι της ιστορίας που η μετέπειτα ανάπτυξη και ευμάρεια της αστικής δημοκρατίας άφησαν για χρόνια στο περιθώριο. Όμως, το αβγό του φιδιού ποτέ δεν ποδοπατήθηκε, αλλά έμεινε να επωάζεται στα σκοτεινά περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή. Και τα τελευταία χρόνια επανήλθε δυναμικά. Τα σύννεφα εμφανίστηκαν ως βατήρες για έκπληκτες πτώσεις.
Ο νόμος του μίσους είναι ένα φιλόδοξο εγχείρημα. Όχι μόνο λόγω του όγκου του και των επακόλουθων τεχνικών απαιτήσεων, αλλά κυρίως λόγω του περιεχομένου του. Ο Γκαρλίνι πετυχαίνει να σαγηνεύσει τον αναγνώστη, τον καθηλώνει να ακολουθήσει με λαχτάρα μια ιστορία ιδιαιτέρως αποκρουστική. Η επιτυχία του εγχειρήματος στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη σύλληψη και την ακόλουθη αποτύπωση του κεντρικού χαρακτήρα, του Στέφανο. Επενδύει στον χαρακτήρα αυτό, αρνείται τη μονοδιάστατη εκδοχή ενός αγράμματου λευκού άντρα που ηγήθηκε ενός παρακλαδιού μιας εγκληματικής, παρακρατικής οργάνωσης, εκδοχή που διαχρονικά κυριαρχεί και το μόνο που καταφέρνει είναι να εκτοπίσει τη συζήτηση από την ίδια την πολιτική και να την παρασύρει σε στερεοτυπικά μονοπάτια. Ο Στέφανο είναι ένας νεαρός φοιτητής, έξυπνος και με ισχυρό ιδεολογικό οπλοστάσιο, που αγαπά τη λογοτεχνία και συγκινείται από την ποίηση, έτοιμος να θυσιάσει τη ζωή του για ένα υψηλό ιδανικό και διαθέτει ηγετικές ικανότητες. Μια παρουσία γοητευτική. Ναι, γοητευτική. Το τέρας μπορεί να είναι γοητευτικό. Δημιουργώντας έναν χαρακτήρα σύνθετο, ο Γκαρλίνι φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με ένα συναίσθημα αντιφατικό, δοκιμάζει τα όρια της ενσυναίσθησης και της ταύτισης με τον Στέφανο. Και αυτό το συναίσθημα γίνεται όλο και πιο προκλητικό έτσι όπως οι σελίδες κυλούν και ο αναγνώστης βυθίζεται στην καθημερινότητα του Στέφανο, έτσι όπως τον γνωρίζει καλύτερα. Ίσως και ο ίδιος ο συγγραφέας να είχε ανάγκη τον Στέφανο για να φτάσει αυτή την ιστορία μέχρι τέλους.
Η αφηγηματική άνεση και η μαστοριά στην κατασκευή εντείνουν την παραπάνω αντίστιξη. Ο Γκαρλίνι αρνείται τις ευκολίες μιας στρατευμένης λογοτεχνίας, που σε έναν κόσμο σύνθετο μοιάζει απλοϊκή και εν πολλοίς άχρηστη. Καταφεύγει στη μυθοπλασία, κινούμενος ανάμεσα σε πραγματικά γεγονότα, χωρίς να κάνει λογοτεχνικές εκπτώσεις. Η φιλοδοξία του δεν εξαντλείται στην παρουσίαση των γεγονότων εκείνων, ούτε και στον επίκαιρο χαρακτήρα τους, αλλά επιθυμεί, και καταφέρνει, να γράψει ένα ωραίο μυθιστόρημα, γοητευτικό στην ανάγνωση παρά το θέμα του. Πετυχαίνει το σίμωμα του αναγνώστη, που το λογοτεχνικό δέλεαρ τον αναγκάζει να διατηρήσει στραμμένο το βλέμμα στη φρίκη. Αυτή η ταυτόχρονη έλξη-απώθηση με συντρόφευε καθ' όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης. Και αυτό θεωρώ τη μεγαλύτερη επιτυχία του μυθιστορήματος αυτού. Ένα συναίσθημα έντονο, που ξεφεύγει από τα γνώριμα όρια της αναγνωστικής απόλαυσης. Ο τρόπος με τον οποίο το κατάφερε μου έφερε στον μυαλό πρώτα τον Θέρκας, λόγω θεματικής και μεθόδου. Ακολούθως τον Μπολάνιο. Η Αργεντινή ποιήτρια Σεσάρεα, ένας αξέχαστος χαρακτήρας, διαθέτει κάτι από το υλικό με το οποίο ο Χιλιανός οραματίστηκε την Αουξίλια Λακουτύρ, τη μητέρα της μεξικανικής ποίησης, που βρέθηκε κλεισμένη στις τουαλέτες του πανεπιστημίου κατά τη διάρκεια μιας αστυνομικής εισβολής. Στο Φυλαχτό όλα αυτά.
Στο Νόμο του μίσους, ο παντογνώστης αφηγητής στέκει αποστασιοποιημένος, δεν εμπλέκεται ιδεολογικά ή συναισθηματικά, δεν παίρνει θέση, δεν υποκύπτει στο δέλεαρ της διδαχής σχετικά με το καλό και το κακό, αφήνει τον αναγνώστη μόνο του στον κόσμο της ιστορίας. Η ικανότητα του Γκαρλίνι στην κατασκευή χαρακτήρων είναι παροιμιώδης. Δεν παραμελεί τους δευτερεύοντες ρόλους, γνωρίζει καλά τη σημασία τους για τη λειτουργία του μυθιστορήματος. Ο Στέφανο, που ανεξίτηλα εγγράφεται στη μνήμη τού αναγνώστη, πλαισιώνεται από δύο επίσης σημαντικούς γυναικείους χαρακτήρες που αντιπροσωπεύουν τα αντίβαρα που τον καθιστούν ανθρώπινο, που τον κρατούν σε απόσταση από την πλήρη αποκτήνωση, η Σεσάρεα και η Αντονέλλα, η ποίηση και ο έρωτας. Η άνεση του Γκαρλίνι στην κατασκευή χαρακτήρων αποδεικνύεται χαρακτηριστικά από την ύπαρξη ενός ερευνητή της αστυνομίας, που ελάχιστη επιφάνεια καταλαμβάνει στην πλοκή, ένας χαρακτήρας βγαλμένος από το εγχειρίδιο της υψηλής αστυνομικής λογοτεχνίας που πάνω του θα μπορούσε να γραφτεί ένα ολόκληρο μυθιστόρημα.
Ο νόμος του μίσους ξεπέρασε κατά πολύ τις ήδη υψηλές προσδοκίες που είχα ξεκινώντας το. Τώρα περιμένω το επόμενο.
υγ. Περισσότερα για το Όλοι θέλουν να χορεύουν θα βρείτε εδώ, για το Φυλαχτό του Μπολάνιο εδώ, για τον Απατεώνα του Θέρκας εδώ, για την ανάγκη για μεγάλη αφήγηση εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου