Στο μίνι αφιέρωμα που έκανα στα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα τη χρονιά που πέρασε, κείμενο το οποίο βρίσκετε εδώ, έγραφα σχετικά με την επιλογή του Λεωφόρος Λίνκολν: «Η Α. είναι ίσως η πιο δύσκολη αναγνώστρια που ξέρω, κοινώς: το ένα της βρωμάει και το άλλο της ξινίζει. Τρελάθηκα με το βιβλίο αυτό, μου είπε, γεγονός ικανό να εκτοξεύσει τις προσδοκίες μου. Δεν αρκέστηκε μάλιστα στον γεμάτο ενθουσιασμό λόγο, μου το έκανε δώρο, για να μην έχω καμία δικαιολογία. Α., συγγνώμη. Το συντομότερο δυνατό, υπόσχομαι». Και να που έφτασε η στιγμή. Ήθελα ένα καλό page turner, να διαβάζεται γρήγορα και αβίαστα, αλλά στο τέλος να μην «ντρέπομαι» γι' αυτό. Αυτός ήταν ο ορίζοντας προσδοκιών τραβώντας το Λεωφόρος Λίνκολν από το ράφι με τα αδιάβαστα. Ήταν η πρώτη γνωριμία με τον Άμορ Τόουλς.
12 Ιουνίου 1954. Η διαδρομή από τη Σαλίνα στο Μόργκεν ήταν τρεις ώρες και στο μεγαλύτερο μέρος της ο Έμετ δεν είχε πει λέξη. Για καμιά εξηνταριά μίλια ο Γουίλιαμς, ο διευθυντής της φυλακής, έκανε προσπάθειες να του πιάσει φιλική κουβέντα. Διηγήθηκε μερικές ιστορίες από την παιδική του ηλικία πέρα στις Ανατολικές Πολιτείες και έκανε στον Έμετ κάποιες ερωτήσεις γύρω από τη ζωή του στο αγρόκτημα. Αλλά ήταν η τελευταία φορά που θα έβλεπαν ο ένας τον άλλο και ο Έμετ δεν έβλεπε τον λόγο να ασχολείται πια με όλα αυτά. Έτσι, όταν πέρασαν τα σύνορα του Κάνσας με τη Νεμπράσκα και ο διευθυντής άνοιξε το ραδιόφωνο, ο Έμετ κοίταξε έξω από το παράθυρο το λιβάδι και κράτησε τις σκέψεις του για τον εαυτό του. Όταν έφτασαν πέντε μίλια νότια της πόλης, ο Έμετ έδειξε από το παρμπρίζ.«Στην επόμενη έξοδο στρίψτε δεξιά. Θα δείτε ένα άσπρο σπίτι τέσσερα μίλια πιο κάτω».
Εν τω μεταξύ, το σπίτι και το αγρόκτημα έχουν κατασχεθεί, απόρροια χρεών και υποθήκης. Ο Έμετ έχει αποφασίσει να πάρει τον αδερφό του και να φύγουν, να πάνε στην Καλιφόρνια, εκεί που πιστεύει πως θα έχουν μια καλύτερη τύχη. Ο πατέρας τους είχε καταφέρει να τους αφήσει ένα φάκελο με χρήματα, κρυμμένο στη ρεζέρβα του αυτοκινήτου τού Έμετ. Φτάνοντας στην ανατολική ακτή, το σχέδιο του είναι να αγοράσει κάποιο σπίτι σε άσχημη κατάσταση, το οποίο αφιερώνοντας προσωπική εργασία να το επισκευάσει και να το πουλήσει σε ψηλότερη τιμή. Με τα χρήματα αυτά να αγοράσει ένα επόμενο και ούτω καθεξής.
Το αρχικό σχέδιο θα ανατραπεί, όταν δύο συγκρατούμενοι του Έμετ, ο Ντάτσες και ο Γούλι, εμφανίζονται μπροστά του λίγη ώρα αφού ο διευθυντής του αναμορφωτηρίου έφυγε. Είχαν καταφέρει να τρυπώσουν στο πορτμπαγκάζ, βρίσκοντας έτσι μια ανέλπιστη ευκαιρία δραπέτευσης. Μετά από έντονες διαφωνίες, ο Ντάτσες θα καταφέρει να τους πείσει να κάνουν μια παράκαμψη και να τους αφήσουν στο εξοχικό σπίτι της οικογένειας του Γούλι, όπου υπάρχει ένας κρυμμένος θησαυρός. Σπουδαία ευκαιρία, λέει ο Μπίλι, θα ακολουθήσουμε τη Λεωφόρο Λίνκολν, τον πρώτο διηπειρωτικό δρόμο στην Αμερική, που ενώνει το κέντρο της Νέας Υόρκης με το Σαν Φρανσίσκο.
Κάπως έτσι, η περιπέτεια θα ξεκινήσει.
Μυθιστόρημα δρόμου που διαδραματίζεται σε μια εποχή που η καταφυγή στη γοητεία της περιπλάνησης είχε κυριεύσει μεγάλο μέρος της αμερικανικής νεολαίας και η μπητ κουλτούρα γνώριζε άνθιση. Ο Τόουλς αποτίει με τον τρόπο του έναν φόρο τιμής σε μια παρελθούσα εποχή ιδιότυπης ρομαντικότητας και δυνατοτήτων διαφυγής, όταν ένα απλό βάψιμο του αυτοκινήτου ήταν ικανό να παραπλανήσει τις διωκτικές αρχές και η ψηφιακή πραγματικότητα δεν υπήρχε παρά μόνο στις σελίδες της λογοτεχνίας του φανταστικού. Και το κάνει αυτό με τον τρόπο του, έναν τρόπο που θα τον χαρακτήριζα ασφαλή και σύμφωνο των συγγραφικών δυνατοτήτων αλλά και επιδιώξεών του. Σκοπός του Αμερικανού συγγραφέα είναι μια καλογραμμένη ιστορία, που ιδανικά να αποδειχτεί ευπώλητη, μια ιστορία με αρκετή ποσότητα δράσης, αναμενόμενες ανατροπές, ικανοποιητικά δοσμένους χαρακτήρες που ωστόσο αντλούν αρκετά από τη στερεοτυπία, χωρίς ιδιαίτερους πειραματισμούς στη φόρμα και στην αφήγηση, με στόχο ένα τίμια χορταστικό μυθιστόρημα, ικανό να χαρίσει αρκετές ώρες διασκέδασης στον αναγνώστη και, γιατί όχι, να μεταφερθεί κάποια στιγμή στη μεγάλη οθόνη.
Ο τρόπος αφήγησης είναι κλασικότροπος, σε τέτοιο βαθμό που αρκετές φορές κοίταξα να επιβεβαιώσω πως το μυθιστόρημα έχει όντως γραφεί πρόσφατα και όχι στα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Και αυτή η κλασικότροπα γνώριμη αφήγηση διαθέτει κάτι το καθησυχαστικά οικείο. Το μοναδικό ίσως αφηγηματικό τρικ που ο Τόουλς κάνει είναι η εναλλαγή από πρώτο σε τρίτο πρόσωπο, με μόνη σταθερή απόφαση πως ο Έμετ δεν αφηγείται ποτέ. Το μυθιστόρημα είναι χωρισμένο σε μικρά κεφάλαια, καθένα εκ των οποίων φέρει το όνομα του χαρακτήρα μέσω του οποίου παρακολουθούμε την εξέλιξη της δράσης. Η εναλλαγή αφηγηματικού προσώπου είναι ένα εύρημα μάλλον αχρείαστο, αλλά όχι ενοχλητικό, περισσότερο ευκολίας παρά χρηστικότητας, αντίθετα με τον χωρισμό των κεφαλαίων και τις διαφορετικές οπτικές γωνίες θέασης της ιστορίας που λειτουργεί άψογα. Μυθιστόρημα που πατάει με το ένα πόδι στη δράση και με το άλλο στους χαρακτήρες. Ο Τόουλς παίρνει υψηλό βαθμό και στα δύο, χωρίς να λάβει αχρείαστα ρίσκα, πετυχαίνοντας να μην ξεχειλώσει τη δράση και τις ανατροπές περισσότερο από το αληθοφανές, χωρίς να σκεπάσει η δράση τα υποκείμενά της, ενώ ταυτόχρονα παραδίδει πέντε καλοσχηματισμένους χαρακτήρες, εκ των οποίων σίγουρα ξεχωρίζει ο οκτάχρονος Μπίλι, ένας αξέχαστος, συμβατός με την ηλικία του, μπόμπιρας, που αποδεικνύεται καταλύτης στην εξέλιξη και προώθηση της πλοκής, χωρίς να πάσχει από τη συνήθη λογοτεχνική ασθένεια της ηλικίας του, να συμπεριφέρεται, δηλαδή, σαν ενήλικας σε σώμα παιδικό.
Η Λεωφόρος Λίνκολν είναι ένα μυθιστόρημα που δεν υπόσχεται περισσότερα απ' όσα έχει να προσφέρει και αποδείχτηκε ιδανική συντροφιά, ανταποκρινόμενο σε μεγάλο βαθμό στον ορίζοντα που είχα αυθαίρετα κατασκευάσει γι' αυτό πριν από την ανάγνωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου