Αν επιχειρούσαμε να ανεβούμε στην κορυφή της λίστας με τις στερεοτυπίες που ένας αναγνώστης ακούει συχνά-πυκνά, θα βρίσκαμε, μάλλον, την ερώτηση: υπάρχει, αλήθεια, κάποιο βιβλίο που δεν έχεις διαβάσει; Αχ, και να ήταν μόνο ένα ή έστω μόνο όσα εκδόθηκαν μόλις πρόσφατα, απαντάει εκείνος ο αναγνώστης κάπως ειρωνικά λυπημένος, νιώθοντας ακόμα λίγο πιο μόνος. Ενίοτε, γυρεύοντας πίστη στον άνθρωπο, προσπαθεί να φέρει το ζήτημα στις αληθινές του διαστάσεις, λέγοντας κάτι, για εκείνον, αυτονόητο: όσα βιβλία διαβάζει κανείς τόσα περισσότερα συνειδητοποιεί πως δεν έχει διαβάσει και απεγνωσμένα θέλει κάποια στιγμή να το κάνει. Όχι πως θα γίνει κατανοητός, αλλά τουλάχιστον θα έχει προσπαθήσει και δεν είναι πάντοτε εύκολο αυτό, βασικά, συνήθως δεν είναι. Ο μισανθρωπισμός είναι μια αγιάτρευτη πληγή έτσι και αρχίσει να αιμορραγεί, αν θέλουμε να είμαστε κάπως ειλικρινείς, πρέπει να το παραδεχτούμε.
Σε συνέχεια της διάθεσης για ειλικρίνεια, οφείλω να παραδεχτώ πως, ως ευρύτερο είδος, η αστυνομική λογοτεχνία δεν αποτελεί για μένα προτεραιότητα κάλυψης κενών, όπως συμβαίνει με άλλα είδη, ίσως γιατί δεν με ξεκουράζει με τρόπο που να της επιτρέπει να επωφελείται από χαραμάδες σε πιο απαιτητικές αναγνωστικά περιόδους. Μανσέτ δεν είχα διαβάσει. Το θέτω έτσι ευθέως για να βρει και να χτυπήσει, ελπίζοντας να σπάσει, τον τοίχο του: καλά, πώς γίνεται να μην έχεις διαβάσει τον/τη/το Χ; Ναι, γίνεται και είναι οκ. Νεο-πολάρ, όμως, είχα διαβάσει και δεν είχα ενθουσιαστεί παρότι είχα περάσει ωραία και είχα εκτιμήσει ιδιαιτέρως το νεύρο στη γραφή.
Αυτά ήταν τα δεδομένα μέχρι που μια –ακόμα– συγκυρία άνοιξε έναν –ακόμα– δρόμο. Σχετικά πρόσφατα, ο Μάκης Μαλαφέκας παρουσίαζε το βιβλίο του, Δε λες κουβέντα, σε μια λέσχη ανάγνωσης. Κάπου ανάμεσα στα τόσα που ειπώθηκαν εκείνο το βράδυ, ο συγγραφέας έκανε αναφορά στην εναρκτήρια πρόταση του πασίγνωστου –ως τίτλο– μυθιστορήματος, Το μελαγχολικό κομμάτι της δυτικής ακτής: «Και συνέβαινε καμιά φορά αυτό που συμβαίνει τώρα: ο Ζωρζ Ζερφώ τρέχει με τ' αμάξι του στον εξωτερικό περιφερειακό». Λίγες μέρες μετά, χάζευα κάτι ντάνες με μεταχειρισμένα βιβλία, εκεί που όλα μπορεί να συμβούν. Το είδα μπροστά μου. Και να 'μαστε τώρα εδώ.
Ένιωθα, με την απαραίτητη έπαρση, πως ήξερα ακριβώς τι να περιμένω. Προσδοκίες και ενστάσεις κιόλας παρούσες στη φαρέτρα, έτοιμες για χρήση, πριν καν φτάσω στη βιβλιοθήκη και τραβήξω έξω το βιβλίο. Ζητούσα ένα διάλειμμα από ένα απαιτητικό, κλασικό βιβλίο, ήταν αργά το απόγευμα και το σκοτάδι είχε κιόλας πέσει, οι περιστάσεις έμοιαζαν να υπόσχονται μια βραδιά κατάλληλη για μία ανάγνωση μια και έξω, το μέγεθος και η ευκολία ήταν τα βασικά κριτήρια επιλογής, η απουσία ιδιαιτέρων προσδοκιών επίσης, κάποιος άλλος, θέλω να πω, θα έβαζε απλώς να δει μια τηλεοπτική σειρά. Πέντε, ίσως και λιγότερες, σελίδες ήταν αρκετές για να αναφωνήσω: καλέ, τι βιβλίο είναι αυτό!
Πρωταγωνιστής τής –κάποιες στιγμές παράδοξης– ιστορίας είναι ο Ζωρζ Ζερφώ. Είναι ένας τύπος σκοτεινός, για τον οποίο λίγα πράγματα μαθαίνουμε πραγματικά, για τις προθέσεις και τις φιλοδοξίες του επίσης, πέρα από το γεγονός πως είναι με τον τρόπο του αδίστακτος, πως είναι μπλεγμένος σε διάφορες –επίσης σκοτεινές– ιστορίες, ακόμα και το επάγγελμα που ασκεί δεν ξεκαθαρίζεται επακριβώς, μάλιστα πρόσφατα έκανε μια δουλειά για την οποία έλαβε ένα μεγάλο ποσό ως ανταμοιβή, και απ' όλες αυτές τις ύποπτα θολές ασχολίες του μοιάζει να βγαίνει αλώβητος ώσπου απλώς στέκεται άτυχος και εμπλέκεται σε μια ιστορία τρίτων, ένα συμβόλαιο θανάτου και το πείσμα που συχνά κατακλύζει τους κακούς, πείσμα για το οποίο συχνά πληρώνουν υψηλό τίμημα.
Η πρόζα του Μανσέτ είναι εκείνη που κατακλύζει από άκρη σε άκρη το μυθιστόρημα, η ίδια η ιστορία αυτόνομη στέκει μάλλον αδύναμη, με αρκετά χαλαρές και μη πειστικές συνδέσεις μεταξύ των επεισοδίων που την αποτελούν, είναι, ωστόσο, απλώς η αφορμή, το αναγκαίο περιεχόμενο, αφού εδώ είναι ο ρυθμός της αφήγησης εκείνος που καθιστά το έργο αυτό υποδειγματικό ύφους και δικαιολογεί την ανάγκη ύπαρξης και ονομασίας ενός ακόμα υποείδους της αστυνομικής λογοτεχνίας, που να διαχωρίζει βιβλία όπως αυτό από το κυρίως σώμα. Η φωνή του παντογνώστη, πλην όμως εντελώς αποστασιοποιημένου και χωρίς κανένα συναίσθημα για τα πρόσωπα της πλοκής, αφηγητή στοιχειώνει το μυαλό του αναγνώστη, εντείνει την αντίστιξη ανάμεσα στην αφήγηση και το περιεχόμενο της δράσης, με έναν τρόπο που μόνο λίγοι συγγραφείς μπορούν και επιλέγουν να κάνουν. Κοφτό, στακάτο αλλά και μελωδικό, όπως η τζαζ που αποτελεί ένα από τα βασικά συστατικά του μυθιστορήματος αυτού, Το μελαγχολικό κομμάτι της δυτικής ακτής, αποδείχτηκε κάτι παραπάνω από εθιστικό ανάγνωσμα, ενώ ισοπέδωσε και οποιαδήποτε προσδοκία και ένσταση έφερα ως αποσκευή, αφήνοντάς με με το στόμα ανοιχτό να παραδέχομαι μια συντριπτική αλλά πάντοτε καλοδεχούμενη ήττα. Και, κάπως έτσι, ακόμα υπό την επήρεια του αναγνωστικού σοκ, να και η βιβλιογραφία του Μανσέτ ανάμεσα στα βιβλία που ελπίζω κάποια στιγμή να διαβάσω.
Ο Μανσέτ προσθέτει το όνομά του ανάμεσα στους σημαντικούς της
λογοτεχνίας, ανάμεσα σε εκείνους που παγίωσαν κάτι που αιωρείτο ασαφώς
στην ατμόσφαιρα της εποχής και ζητούσε, απαιτούσε για την ακρίβεια, να
γίνει λέξεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου