Το Σμιλεύοντας τον χρόνο είναι ένα από εκείνα τα λίγα και εκλεκτά βιβλία στα οποία επανέρχομαι συχνά πυκνά, όχι συνήθως για μια γραμμική ανάγνωση, αλλά για ένα τσιμπολόγημα, πότε τυχαίο και πότε μαρκαρισμένο από διάφορα σημάδια, ιδιαίτερα όταν η ματαιότητα και οι δυσκολίες της καθημερινότητας νιώθω να με κυκλώνουν. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τις ταινίες του Αντρέι Ταρκόφσκι, αυτό όμως το θεωρώ πιο αναμενόμενο εξαιτίας της βασικής καλλιτεχνικής του ιδιότητας ως σκηνοθέτη. Το περασμένο φθινόπωρο κυκλοφόρησαν δύο ακόμα βιβλία με άξονα περιστροφής τον σπουδαίο αυτόν δημιουργό: Ο Χριστός στα χιόνια, Εφτά νύχτες στον κόσμο τού Αντρέι Ταρκόφσκι (Παντελής Μπουκάλας, εκδόσεις Άγρα) και Ο κόσμος της αποκάλυψης, Δύο συναντήσεις στο Λονδίνο (μτφρ. Χρίστος Αγγελακόπουλος, εκδόσεις Κοβάλτιο).
Ο Παντελής Μπουκάλας, γνωστός για την οξυδέρκεια της παρατήρησης επί ποικίλων πραγμάτων και ικανότατος ως προς την αφηγηματική αποτύπωση των σκέψεων και των συναισθημάτων που η παρατήρησή του γεννάει, επιχειρεί κάτι φαινομενικά παράτολμο, στα μάτια μου ωστόσο οικείο, δοκιμάζοντας μια άκρως προσωπική και υποκειμενική προσέγγιση της φιλμογραφίας του Ταρκόφσκι. Είναι πάμπολλα τα εγχειρίδια γύρω από το έργο του Ρώσου δημιουργού, οι ταινίες του διδάσκονται στο υψηλότερο επίπεδο ως αναπόσπαστο μέρος του κινηματογραφικού κανόνα, πλήθος από απόπειρες αποκωδικοποίησης της ποιητικής του έχουν επιχειρηθεί. Το βιβλίο αυτό δεν φιλοδοξεί να αποτελέσει έναν ακόμα τίτλο σε κάποια βιβλιοθήκη και αυτό ο συγγραφέας επιχειρεί να το καταστήσει πλήρως ξεκάθαρο με το επιμύθιο που συμπληρώνει την έκδοση, επιμύθιο που ξεκινά ως εξής: «Ο Αντρέι Ταρκόφσκι με παίδευε πάντα»· λιτά και με ειλικρίνεια, θέτοντας εξ αρχής τα άνισα μεγέθη της εξίσωσης αυτής.
Η ειλικρίνεια διέπει από άκρη σε άκρη το ολιγοσέλιδο αυτό πόνημα παίρνοντας τη μορφή μιας ποιητικής σύνθεσης αρνούμενης να υποδυθεί το κινηματογραφικό δοκίμιο, κάτι το οποίο με βεβαιότητα γνωρίζουμε πως ο Μπουκάλας θα μπορούσε επίσης να φέρει εις επιτυχές πέρας. Όμως τον συγγραφέα δεν τον ενδιαφέρει αυτό. Στην απόπειρα αυτή, με κίνδυνο λάθους, διακρίνω μια ιδέα που λειτουργεί συνεκτικά στην ιδιότυπα ποιητική αυτή προσέγγιση, την ιδέα πως μάλλον δεν υπάρχει αντικειμενικός και μονής κατεύθυνσης ευθύς δρόμος για την προσέγγιση του έργου του Ταρκόφσκι, κάτι το οποίο συμβάλλει καίρια στην ευρύτερη θέση του έργου του στην πολιτισμική κληρονομιά. Γιατί, αν εξαιρέσει κανείς τις τεχνικές όψεις του έργου, τότε μένει μια άβυσσος υποκειμενικών ερμηνειών που εν πολλοίς στοιχειοθετούν τον μεταφυσικό χαρακτήρα του κινηματογράφου του Ταρκόφσκι. Άλλωστε, έργα όπως αυτές οι επτά ταινίες που ο δημιουργός άφησε κληρονομιά, αφού πρώτα χώρισαν στα δύο το κοινό, σ' εκείνο που αναγνώρισε την αξία τους και σε εκείνο, το σαφώς μεγαλύτερο, που αρνήθηκε να αναμετρηθεί με κίνδυνο να ξεβολευτεί, γέννησαν τόσες οδούς προσέγγισης και ερμηνείας όσες, θαρρείς, και οι θεατές της πρώτης κατηγορίας.
Είναι, θεωρώ, ίδιον της τέχνης γενικότερα, αλλά κυρίως αυτής που ονομάζουμε, ελλείψει άλλου επιθέτου, υψηλή, να προσεγγίζεται, ίσως υποσυνείδητα, ως ένα προσωπικό μήνυμα κάποιου που δεν μας γνώρισε ποτέ και ωστόσο δημιούργησε έχοντάς εμάς κατά νου, τέχνη που αναδεικνύει μια λαχταριστή συγγένεια μεταξύ δημιουργού και δέκτη. Μια βεβαιότητα, παρότι κίβδηλη, που καθιστά την τέχνη απαραίτητη. Άλλωστε, και αυτή η χιλιοχρησιμοποιημένη λέξη οικουμενικότητα, τι άλλο ορίζει παρά τον τρόπο μας να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας, λειτουργώντας ως επιβεβαίωση της πορείας πλεύσης που αργά ή γρήγορα επιλέξαμε, συνειδητά ή μη, να ακολουθήσουμε, το καθησυχαστικό της χτύπημα στον ώμο: υπάρχουν και άλλοι σαν εσένα στον κόσμο. Βέβαια, –ευτυχώς– τα πράγματα δεν γίνονται με αυτή τη σειρά, αφού, παρότι η μη στείρα στρατευμένη τέχνη δεν έχει ως αυτοσκοπό την ανάδειξη μιας συγκεκριμένης ερμηνείας και θεώρησης του κόσμου, συντελεί ωστόσο καθοριστικά προς αυτό με έναν τρόπο φαινομενικά οξύμωρο, αλλά βαθιά φιλοσοφικό, που αντιμάχεται τις απλές βεβαιότητες και δοκιμάζει να τιθασεύσει, έστω πρόσκαιρα, τον τρόμο και το βάρος της ύπαρξης. Έργα τέχνης όπως αυτά απλώς ανασύρουν από το βάθος σκέψεις και στάσεις που ξάφνου ενδύονται τον μανδύα του οικείου. Κάποιος, ο Ταρκόφσκι στην προκειμένη περίπτωση, κάνει εικόνες τις μύχιες και κωδικοποιημένες σκέψεις και συναισθήματα, την αγωνία κυρίως.
Ο Μπουκάλας παράγει έργο με αφορμή το έργο του Ταρκόφσκι, τα κείμενα του βιβλίου αυτού, θέλω να πω, δεν εγκλωβίζονται στα συχνά στενά όρια της απόπειρας για ερμηνεία, αλλά διαθέτουν ξεκάθαρη και αυτόνομη λογοτεχνική αξία, πετυχαίνοντας να δοκιμάσουν μια άκρως υποκειμενική και γι' αυτό ποιητική προσέγγιση, υπενθυμίζοντας πως η θέαση, όπως και η ανάγνωση δεν είναι παθητικές καταστάσεις ή τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να είναι τέτοιες.
Ο κόσμος της αποκάλυψης λειτουργεί συμπληρωματικά ως προς το Ο Χριστός στα χιόνια. Αποτελείται από δύο ομιλίες του σκηνοθέτη στο Λονδίνο, τις οποίες ακολούθησε διάλογος με το κοινό. Ο Ταρκόφσκι δεν άφησε πίσω του πλήθος από συνεντεύξεις και ομιλίες, κάτι το οποίο θα ήταν ατυχές να το ερμηνεύσουμε μόνο με βάση την εποχή εκείνη και να μη λάβουμε υπόψη μας πως λειτουργεί ως καθοριστικό στοιχείο ταυτότητας του δημιουργού. Όταν ένας δημιουργός αυτού το διαμετρήματος παίρνει τον λόγο, καλό είναι να σωπαίνουμε και να κρατάμε σημειώσεις όπως και στις ταινίες του. Ο λόγος του, συγκροτημένος και χωρίς έπαρση, με έντονη τη νοσταλγία και την αγωνία για τα ανθρώπινα, έρχεται να λειτουργήσει ως έναν βαθμό συμπληρωματικά στη φιλμογραφία του. Η ανοικειότητα που ευκρινώς διαφαίνεται, το άβολο συναίσθημα του να μιλάει και όχι να κινηματογραφεί ή να γράφει κατά μόνας, αποτελεί το κυρίαρχο συστατικό στις δύο αυτές ομιλίες. Ο προβληματισμός του σχετικά με την πορεία του κινηματογράφου ως μέσου διασκέδασης και όχι ψυχαγωγίας, επίσης.
Αναμενόμενα, πολλές από τις ερωτήσεις που ακολούθησαν είχαν ως επίκεντρο την ερμηνευτική προσέγγιση των ταινιών του, το γιατί πήρε τη μία ή την άλλη απόφαση σε ένα πλάνο ή κατά τη διάρκεια του μοντάζ. Εδώ αναδεικνύεται η έλλειψη λογικής γνώσης σχετικά με την παραγωγή τέχνης. Μιλώντας για τον Καθρέπτη, ο Ταρκόφσκι θα πει πως το τελικό μοντάζ δεν ήταν μια απόφαση που μπορεί να υποστηρίξει με βάση τη γνώση, τη θεωρία ή ακόμα και τη λογική, αλλά το μόνο που έχει να καταθέσει είναι πως μετά από διάφορες απόπειρες συρραφής των πλάνων, στην εικοστή απόπειρα, ένιωσε πως αυτή αποτύπωνε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συστατικά που την αποτελούσαν, το σκηνοθετικό όραμα ως ένα ανήμερο και αόρατο θηρίο που ζητά να λάβει χωρίς να διευκρινίζει ή να διευκολύνει. Τα γραπτά του Ταρκόφσκι λειτουργούν και ως ιδιότυπα δοκίμια που απευθύνονται σε κάθε έναν που επιχειρεί να παράξει ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, καίτοι γραμμένα για να λειτουργήσουν ως δεκανίκι κατανόησης του ίδιου απέναντι στη δημιουργία αλλά και την ίδια τη ζωή. Ιδιαίτερα σε μια μετέπειτα εποχή, όπως η σημερινή, που η αιτιοκρατία επιχειρεί να κυριαρχήσει στο σύνολο της ύπαρξης, που κάθε καλλιτεχνικό βήμα οφείλει να διαθέτει ένα πλήρες εγχειρίδιο πλοήγησης προς υποστήριξή του, που και η έμπνευση ή η ανάγκη για δημιουργία έχουν πλήρως υποταχθεί στο γελοιότερο των ερωτημάτων, που απαιτεί μια συγκεκριμένη και μονοδιάστατη καθολική απάντηση: τι θέλει να πει ο ποιητής;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου