Ενίοτε συμβαίνει το βιβλίο εισόδου στη βιβλιογραφία ενός συγγραφέα να μην είναι το κατάλληλο. Αυτό μου συνέβη (και) με τον Μαρσέ, για τον οποίο καλά λόγια άκουγα, αλλά όταν δοκίμασα να διαβάσω Τα τελευταία απογεύματα με την Τερέζα λίγωσα και δεν άντεξα, το παράτησα μετά από εκατό, ίσως και λιγότερες, σελίδες, χωρίς τύψεις και ενοχές, απαλλαγμένος εδώ και χρόνια από τον ψυχαναγκασμό της ολοκλήρωσης μιας ανάγνωσης. Εκείνο το βιβλίο δεν ήταν για μένα. Και ακόμα χειρότερα, σίγουρα υπό τον όγκο των επιθυμητών προς ανάγνωση βιβλίων, γενίκευσα και τοποθέτησα τον Μαρσέ στην κατηγορία των ασύμβατων με το γούστο μου συγγραφέων. Η πρόσφατη κυκλοφορία τού Μια μέρα θα γυρίσω με δελέασε παρά την προκατάληψη, είχα τους λόγους μου, το όνομα της μεταφράστριας, κυρίως, αλλά και του εκδοτικού οίκου. Δεν είχα καθόλου προσδοκίες, το αντίθετο μάλιστα, ήμουν εξ αρχής σε επιφυλακή άμεσης εγκατάλειψης. Και όμως, διάβασα τις πρώτες εβδομήντα σελίδες χωρίς να σηκώσω κεφάλι και απογοητευμένος αναγκάστηκα να το αφήσω μέχρι αργότερα εκείνο το απόγευμα.
Είναι η ιστορία του Τζαν Τζουλιβέρτ, που, μετά από χρόνια φυλάκισης, επιστρέφει σπίτι του. Βρισκόμαστε στη μέση περίοδο του φρανκικού καθεστώτος, όταν πια ο αχός του εμφυλίου έχει κατακάτσει και η πλειοψηφία, από φόβο και συνήθεια, σωπαίνει, η ζωή στη Βαρκελώνη προχωρά. Την αποφυλάκισή του την περίμεναν αρκετοί. Περισσότερο απ' όλους ο Νέστορας, ο έφηβος ανιψιός του, για τον οποίο ο Τζαν υπήρξε ένα ίνδαλμα, που η επιστροφή του θα έβαζε στη θέση τους τα πράγματα, αφού πια η μητέρα του δεν θα αναγκαζόταν να εκδίδεται, οι δυο τους θα ερωτευόντουσαν, ο θείος του θα δούλευε και θα προστάτευε την οικογένεια από τα σχόλια της γειτονιάς, σαν άλλος Οδυσσέας θα εξουδετέρωνε τους νεαρούς μνηστήρες. Αλλά και η Μπαλμπίνα τον περίμενε, χωρίς ίσως να ξέρει για τι ακριβώς, και παλιοί φίλοι και σύντροφοι με λογαριασμούς ανοιχτούς. Η επιστροφή του αφήνει τη γειτονιά με κομμένη την ανάσα να περιμένει να δει πώς θα αντιδράσει.
Η δράση διαδραματίζεται στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα, το βιβλίο γράφεται στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα. Αυτή η διάκριση έχει σημασία για την πρόσληψη του έργου, καθώς αφήνει να διαφανούν εκείνα τα στοιχεία της συγχρονίας που ο συγγραφέας τοποθετεί εντός της πλοκής, στοιχεία που καθιστούν το μυθιστόρημα διαχρονικά επίκαιρο και βαθιά πολιτικό χωρίς κραυγές, θίγοντας ζητήματα συλλογικής μνήμης· πού τοποθετείται άραγε το σημείο μηδέν, πώς γλύφει και θεραπεύει μια κοινωνία τις ανοιχτές πληγές της, πώς συνεχίζει. Ο Μαρσέ, στηριζόμενος σε έναν φοβερό αντιήρωα, όπως ο Τζαν, τοποθετεί γύρω του με επιμέλεια και αληθοφάνεια μια σειρά από πρόσωπα, και αφηγείται μια ιστορία απλή, λαϊκή και μάλλον γνώριμη. Χωρίς αφηγηματικά ρίσκα και ιδιαίτερα κόλπα, σε μια μάλλον ήπια και συμβατική αφήγηση, ο Μαρσέ υπογράφει ένα όμορφο μυθιστόρημα, που δεν υποφέρει από τα έντονα μελό συστατικά που τόσο με ζόρισαν στην προηγούμενη απόπειρα μαζί του. Το μόνο αφηγηματικό εύρημα είναι εκείνο της διαδοχής δύο αφηγηματικών προσώπων, ενός παντογνώστη αφηγητή και ενός φίλου του Νέστορα, εύρημα που, παρότι δεν φανερώνει ξεκάθαρα τον λόγο ύπαρξής του, αποδεικνύεται μη ενοχλητικό και λειτουργικό. Η πλοκή, με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα αναμονής, διαθέτει μια υπόγεια δύναμη τέτοια που δημιουργεί μια υπέροχη αντίστιξη με τη συχνά ποιητική γλώσσα του Μαρσέ, γεμάτη από παρομοιώσεις και περιγραφές, που ωστόσο δεν βαραίνουν το μυθιστόρημα.
Τα στιγμιότυπα της καθημερινότητας από την αποφυλάκιση του Τζαν και έπειτα, οι μετρημένες αναλήψεις και η απουσία προλήψεων, η σχεδόν γραμμική αφήγηση, η επιμονή στο εδώ και τώρα της πλοκής, η αυτοδυναμία των διαφόρων υποϊστοριών και η αβίαστη ένταξή τους στο κυρίως σώμα, φανερώνουν έναν ικανό τεχνίτη της αφήγησης, που διατηρεί διαρκώς τον έλεγχο του τέμπο και της προώθησης, που δεν έχει ανάγκη από περιττές εξηγήσεις και παρεκβάσεις, που θα βάραιναν την ιστορία παρά θα τη διευκόλυναν. Ο Μαρσέ ποντάρει πολλά στα πρόσωπα, σπαταλάει κόπο για να τους επιτρέψει να αποκτήσουν διαστάσεις, χωρίς να υποχωρήσουν υπό το βάρος της αναπόφευκτης στερεοτυπίας, και η επιμονή του επιβραβεύεται. Η σημαντικότερη ωστόσο συγγραφική επιλογή έχει να κάνει με τον τρόπο που ο Μαρσέ αποφεύγει να υποταχθεί στη σαγήνη και τον μύθο της φρανκικής Βαρκελώνης, δεν ποντάρει σε αυτή παραπάνω από το σκηνικό εντός του οποίου τα πρόσωπα κινούνται και δρουν.
Ο συγγραφέας δεν υποτάσσεται ούτε στη διάκριση του καλού από το κακό, δεν απανθρωποιεί τα πρόσωπα της ιστορίας στολίζοντάς τα με έννοιες απόλυτες και στην πραγματική ζωή απούσες, απεκδύεται τον οποιοδήποτε χαρακτήρα διδαχής, δεν επαιτεί το αναγνωστικό συναίσθημα, δεν πετάει ακόμα και τους φαινομενικά κακούς της ιστορίας στην αρένα με τα λιοντάρια προς τέρψη ενός αιμοδιψούς κοινού. Και μπορεί μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας να αποτελείται από ιδιαίτερες πράξεις και ξεχωριστά πρόσωπα, υπάρχει όμως και εκείνη η λογοτεχνία που επιχειρεί να συντονιστεί με τον βιορυθμό της πραγματικότητας, ξέροντας πως θα δυσαρεστήσει εκείνους που απαιτούν τη στράτευση και την επιβεβαίωση προσδοκιών και βεβαιοτήτων σχετικά με κάτι που συνέβη παλιά, σε μια προσέγγιση μαύρο-άσπρο, αδιαφορώντας για τις μεταξύ τους αποχρώσεις. Ο Μαρσέ, και ίσως εδώ να εξηγείται και να δικαιώνεται η αφηγηματική εναλλαγή, καθιστά το συντριπτικό μέρος των προσώπων της πλοκής κοινό του δράματος στο οποίο συμπρωταγωνιστούν, και που, όπως ο αναγνώστης, έτσι και εκείνοι αδημονούν για τις αποφάσεις και τις ενέργειες του Τζαν, τη στιγμή που αναδύεται η διαχρονική ανάγκη για ήρωες και τιμωρούς του καλού, η ανάθεση της πράξης δηλαδή εκ μέρους της σιωπηλής πλειοψηφίας.
Δεν ήταν μόνο η συγγραφική υπογραφή που μου δημιουργούσε ενστάσεις και επιφυλάξεις, αλλά και η ίδια η χρονική περίοδος, ο Ισπανικός Εμφύλιος και η μετέπειτα φρανκική περίοδος είναι ένα θέμα που με έχει μάλλον κουράσει, από το οποίο δεν περιμένω πια πολλά. Αυτό κατέστησε την αναγνωστική εμπειρία διπλά απροσδόκητη, η απόλαυση, όταν δεν την περιμένεις με προσδοκίες στη γωνία, τότε δύναται να σε πάρει και να σε σηκώσει, και αυτό μου συνέβη. Υπάρχει έλλειψη από καλή, λαϊκή λογοτεχνία, που να απευθύνεται στο ευρύ κοινό, ασχολούμενη με θέματα δημοφιλή, με όρους που ταυτόχρονα επιτρέπουν την πρόσβαση χωρίς να υποφέρουν από λογοτεχνική εκποίηση και την ανάγκη για στράτευση. Και αφού υπάρχει έλλειψη, τούτο σημαίνει πως υπάρχει και ανάγκη για μια τέτοια λογοτεχνία. Και το Μια μέρα θα γυρίσω είναι μια τέτοια περίπτωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου