Δεν ήλπιζα πως θα διάβαζα το βιβλίο αυτό. Το 2005, όταν και κυκλοφόρησε, ήμουν ακόμα ένας άγουρος αναγνώστης, που αναζητούσα βηματισμό στον λαβύρινθο της πεζογραφίας, σίγουρα όχι έτοιμος για μεταμοντέρνα αμερικανική λογοτεχνία. Ύστερα το βιβλίο έπαψε να κυκλοφορεί. Η απουσία του από τα ράφια, αλλά και το γεγονός πως από το εξωτερικό συνέχιζαν να καταφτάνουν νέες αναγνώσεις του, δημιούργησε έναν θρύλο γύρω από αυτό, ένα βιβλίο που πολλοί έψαχναν και λίγοι είχαν, με αποτέλεσμα η τιμή του ως μεταχειρισμένο να αγγίζει προκλητικά ύψη. Ήμουν ωστόσο τυχερός. Δύο χρόνια πριν, μια φίλη μου ζήτησε μια διεύθυνση αποστολής, κάτι είχε να μου στείλει, είπε, δεν ρώτησα τι και οι μέρες πέρασαν, όταν το πακέτο έφτασε και το άνοιξα, με περισσή ανυπομονησία που είχε τραυματικό αντίκτυπο στον φάκελο, δεν πίστευα στα μάτια μου, το Σπίτι από φύλλα!
Προλαβαίνω ένα πιθανό ερώτημά σας: γιατί άφησα να περάσουν δύο χρόνια; Λοιπόν, η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω με σιγουριά, άγνωστες οι βουλές της αναγνωστικής επιθυμίας, μια υπόθεση ωστόσο μου έρχεται κατά νου: οι προσδοκίες. Ίσως και για τους λάθος λόγους είχα μεγάλες προσδοκίες από αυτό το βιβλίο, σαν να επιθυμούσα να απαντήσω στο ερώτημα: αξίζει όλα αυτά τα χρήματα, αλλά και το hype που χαίρει; Άλλωστε, γύρω από αυτό, περισσότερη συζήτηση περί οικονομικών γινόταν παρά η όποια νύξη για τη λογοτεχνική του αξία (βλ. για χ ευρώ δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο). Οι υψηλές προσδοκίες πάντοτε γεννούν ένα κράτημα, μια αναρώτηση για το αν είμαι έτοιμος, αν οι συνθήκες είναι οι κατάλληλες, αν αυτή είναι η στιγμή. Μια μέρα, ξύπνησα με την επιθυμία να το διαβάσω, έτσι, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο και συγκροτημένο σκεπτικό να έχει προηγηθεί, απλά η θέληση να διαβάσω το Σπίτι από φύλλα. Έτσι έγιναν τα πράγματα.
Πριν από ό,τι άλλο: στην απόπειρα αυτή συναντά κανείς ξεκάθαρη τη φιλοδοξία. Ο Ντανιελέφσκι θέλησε να γράψει ένα βιβλίο που θα του εξασφάλιζε τη θέση τόσο στον λογοτεχνικό κανόνα όσο και στην ποπ κουλτούρα, ένα μυθιστόρημα ταυτόχρονα ξεχωριστό και προσιτό σε μια πλατιά αναγνωστική μάζα, ένα θρίλερ που θα περιγελούσε τους ειδολογικούς του περιορισμούς. Στις προθέσεις του δεν θα μπορούσε να συμπεριλάβει τα ειδικά χαρακτηριστικά που απέκτησε με τα χρόνια η ελληνική του εκδοχή, κάτι που όμως, με έναν τρόπο, δημιούργησε έναν ακόμα δεσμό με την ίδια την πλοκή.
Ένα βράδυ αργά, το τηλέφωνο του Τζόνι Τρούαντ θα χτυπήσει. Στην άλλη άκρη της γραμμής είναι ο φίλος του ο Λιουντ, του ζητάει να ντυθεί και να πάει από το σπίτι του. Ο Λιουντ ποτέ δεν θα ζητούσε κάτι τέτοιο αν δεν ήταν απόλυτη ανάγκη. Τι θα είχε συμβεί αν ο Τρούαντ δεν είχε απαντήσει στην κλήση ή αν είχε αρνηθεί να υπακούσει στο κάλεσμα; Ο Τρούαντ δεν θα πάψει στιγμή να αναρωτιέται. Φτάνοντας εκεί, ο Λιουντ θα τον οδηγήσει στο σπίτι του Ζαμπανό, ενός γέρου, τυφλού γείτονα που κείτεται νεκρός. Ανάμεσα σε άλλα αντικείμενα, βρίσκεται ένα μπαούλο με δεκάδες σημειώσεις, φωτογραφίες και πηγές, η μελέτη που ο Ζαμπανό έγραφε για τις χαμένες πια ταινίες του βραβευμένου με Πούλιτζερ φωτορεπόρτερ Γουίλ Νάβιντσον, ένα ιδιότυπο ντοκιμαντέρ της τρομακτικής εμπειρίας που εκείνος και η οικογένειά του βίωσαν μετά τη μετακόμισή τους στη Βιρτζίνια. Όλα ξεκίνησαν όταν ο Νάβιντσον διαπίστωσε πως το εσωτερικό του σπιτιού ήταν μεγαλύτερο από το εξωτερικό του. Σαν να μην έφτανε αυτό, το βάθος ολοένα και μεγάλωνε.
Κάλεσε κάποιους ειδικούς και ταυτόχρονα εθισμένους στην αναμέτρηση με τα όρια της λογικής και του φόβου. Τοποθετεί κάμερες, προμηθεύεται εργαλεία και με την άφιξη του ιδιότυπου αυτού συνεργείου εξερεύνησης αρχίζει η καταβύθιση στο σκοτάδι. Η αρχική έκπληξη γρήγορα δίνει τη θέση της στον τρόμο, οι απόπειρες εξερεύνησης αντιμετωπίζουν ποικίλες δυσκολίες, το πείσμα των μελών της είναι ωστόσο ισχυρό, δοκιμάζουν ξανά και ξανά. Την ίδια στιγμή η σύζυγός του και τα δύο παιδιά, πάντοτε στην επιφάνεια, διακατέχονται από έναν ολοένα και αυξανόμενο δείκτη δυσκολίας στη διαχείριση της κατάστασης. Οι ταινίες αυτές, θρυλικές λόγω του περιεχομένου αλλά και επειδή είναι δυσεύρετες –όπως άλλωστε και η ελληνική έκδοση του βιβλίου!–, έχουν γίνει αντικείμενο δεκάδων άρθρων και βιβλίων. Ο Ζαμπανό, σ' αυτό το εκτεταμένο έργο, επιχειρεί να σταχυολογήσει τα σημαντικότερα εξ αυτών, σε μια απόπειρα να παραδώσει μια πληρέστατη μελέτη, κάτι που ωστόσο δεν πρόλαβε να υλοποιήσει.
Ο Τρούαντ, ορφανός από μικρός, έχοντας περάσει από αρκετές ανάδοχες οικογένειες, δουλεύει σε τατουατζίδικο και κάνει έκλυτο βίο, παραδίδεται στην ανάγκη που νιώθει να οργανώσει όλο αυτό το υλικό, προσθέτοντας δικές του υποσημειώσεις, που αφορούν, εκτός από τον σχολιασμό, τον ίδιο, την παράλληλη με τη σύνθεση του υλικού ζωή του, ενασχόληση που δεν θα αργήσει να μετατραπεί σε μονομανία. Ο Τρούαντ, εξαρχής, λόγω του βιογραφικού του, είναι ένας μάλλον αναξιόπιστος αφηγητής, αφού δεν μοιάζει να έχει το απαραίτητο υπόβαθρο για τη διεκπεραίωση του οράματος του Ζαμπανό. Στις δικές του υποσημειώσεις έρχονται να προστεθούν και εκείνες των ανώνυμων επιμελητών. Αυτή εν ολίγοις είναι η πλοκή του μυθιστορήματος αυτού.
Η δίνη που δημιουργεί ο Ντανιελέφσκι είναι τέτοια που επιβάλλει στον αναγνώστη να παραδοθεί στην περιδίνηση, έτσι όπως κινείται ανάμεσα στο κείμενο και τις διάφορες υποσημειώσεις, παρότι διστακτικός αρχικά με όλα αυτά τα παιχνίδια και κυρίως με τη διαρκή υπονόμευση των διάφορων εκδοχών της κατασκευής αυτής. Σκέφτομαι πως παρότι και άλλες φορές έχω αναφερθεί σε κάποιο βιβλίο ως κατασκευή, εδώ κάτι τέτοιο είναι μάλλον μονόδρομος. Η ελληνική έκδοση ακολουθεί τη δεύτερη από τις τέσσερις προτεινόμενες πρακτικές: Δίχρωμη έκδοση· Είτε η λέξη σπίτι να εμφανίζεται με μπλε χρώμα ή τα διαγραμμένα μέρη με κόκκινο· Δεν χρησιμοποιούνται τα μπράιγ· Έγχρωμη ή ασπρόμαυρη εικονογράφηση. Παρά το φαινομενικό μπέρδεμα, όλες οι υποϊστορίες διαθέτουν ευδιάκριτο νήμα εξέλιξης, γεγονός που επιτρέπει στον αναγνώστη, παρά τις τυπογραφικές απαιτήσεις και τις μεταμοντέρνες χαριτωμενιές να ακολουθεί την πλοκή.
Ο Ντανιελέφεσκι δεν αποδεικνύεται, όπως αρχικά υπήρχε η ισχυρή υποψία, εξυπνάκιας, ένας τύπος που αρέσκεται στο να πετάει πυροτεχνήματα εντυπωσιασμού που ωστόσο γρήγορα χάνουν τη λάμψη τους με αποτέλεσμα ο θαυμασμός να υποχωρεί. Αντίθετα, διαθέτει κάτι που πάντοτε με έλκει αναγνωστικά, ένα δυνατό μυαλό, ένα πολυπύρηνο σύστημα επεξεργασίας και αποτύπωσης σκέψης και ιδεών. Ένα μυαλό που διαρκώς δημιουργεί εγκοπές στο κυρίως σώμα της πλοκής ώστε εκεί να τοποθετηθούν εκατοντάδες νήματα, οι κατασκευαστικές του ικανότητες ομοιάζουν με εκείνες ενός λαμπρού αρχιτεκτονικού μυαλού, που δεν διστάζει να δοκιμάσει τις όποιες ιδέες του, παρότι φαινομενικά μοιάζουν αδύνατες, και να τις τοποθετήσει στο χαρτί. Η συνολική διαχείριση όλου αυτού του υλικού είναι ένα επόμενο στάδιο θαυμασμού.
Στην τεχνολογική πρόοδο, σε μια άκρως ψηφιακή εποχή, το διάστημα της εικοσιπενταετίας είναι πάρα πολύ και είναι εντυπωσιακό πόσο σύγχρονη αποδεικνύεται η κατασκευή αυτή, όχι προφητική, δεν μου αρέσει αυτός ο χαρακτηρισμός έτσι και αλλιώς, αλλά σύγχρονη, στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης όπου ο εντοπισμός της αρχικής πηγής μοιάζει με λαβύρινθο, ενώ ο αλγόριθμος ολοένα και περισσότερο ανεξαρτητοποιείται από τις αρχικές του προδιαγραφές. Λαβύρινθος, επίσης, μοιάζει και η όποια απόπειρα διακειμενικών αναφορών και υποθέσεων. Ο τυφλός Ζαμπανό, για παράδειγμα, μποχερσίζει, ενώ Οι κιβδηλοποιοί το Αντρέ Ζιντ μοιάζουν μια κάποια λογοτεχνική αναφορά, την ώρα που Το τούνελ του Γκας στριφογυρίζει στο μυαλό του αναγνώστη, παρέα ίσως με το Ζωή, οδηγίες χρήσεως του Περέκ.
Εντυπωσιακό σε σύλληψη και εκτέλεση, το Σπίτι από φύλλα αποτελεί σίγουρα ένα λογοτεχνικό ορόσημο, ένα βιβλίο που δικαίως συνεχίζει να εγείρει λογοτεχνικές συζητήσεις, στο όριο συχνά της πολεμικής, άλλωστε πάντοτε ένα τέτοιο φιλόδοξο εγχείρημα θα δημιουργεί δύο στρατόπεδα, εκείνους που το θεωρούν λογοτεχνικό επίτευγμα και εκείνους που το προσεγγίζουν με πιο έντονο σκεπτικισμό, εκφράζοντας υποψίες πως πρόκειται για ένα χάλκευμα, εντυπωσιακό στην όψη αλλά χαμηλής αξίας. Παρότι θα αρνηθώ να μπω σε συζήτηση για το αν αξίζει τα λεφτά που κοστολογείται, άλλωστε το χρήμα και αν είναι σχετική έννοια, θα ταχθώ με τους πρώτους, κυρίως για κάτι που έθεσα εξαρχής ως μέρος της συγγραφικής φιλοδοξίας και έχει να κάνει με το γεγονός πως απευθύνεται σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό παρά τις όποιες τεχνικές ιδιαιτερότητες και τον μεγαλεπήβολο ορίζοντα φιλοδοξιών, και όχι σε ένα περίκλειστο ολιγομελές κλαμπ. Ακόμα και αν υποθέσουμε πως το τελικό αποτέλεσμα δεν ξεπέρασε τον πήχη της φιλοδοξίας, αλλά πέρασε από κάτω, θα συμφωνούσαμε, θαρρώ, πως μιλάμε για μεγάλα ύψη, ικανά να προσφέρουν, το κυριότερο όλων, αναγνωστική απόλαυση, αλλά και να ενσωματώσουν μια σειρά από φιλοσοφικά, αισθητικά και λογοτεχνικά ζητήματα, που, κυρίως αυτά, καθιστούν την κατασκευή σύγχρονη, έχοντας πλήρη επίγνωση πως η λογοτεχνία τα θέτει και δεν τα απαντά, όχι με ένα αυστηρό σύστημα τουλάχιστον.
Ο άθλος της μετάφρασης, της επιμέλειας και του στησίματος της κατασκευής απαιτεί τον θαυμασμό μας. Τη μετάφραση έφερε εις πέρας η Αθηνά Δημητριάδου, τις διορθώσεις η Κατερίνα Γιανναδάκη και τη σελιδοποίηση ο Μιχάλης Παπαρούνης και η Futura.
Κλείνοντας θα επανέλθω στους όρους με τους οποίους γίνεται η συζήτηση γύρω από το Σπίτι από φύλλα. Οι θρυλικές διαστάσεις που έχει λάβει, με αποτέλεσμα η απόκτησή του να έχει γίνει έμμονη ιδέα για πολλούς, είναι ευπρόσδεκτες, πάντοτε, όμως, όταν μιλάμε για βιβλία, το σημαντικότερο όλων είναι η ανάγνωση και όσα απορρέουν εκείνης, τα υπόλοιπα είναι απλώς παραφερνάλια, συχνά άσχετα με το ίδιο το βιβλίο, που στην περίπτωση αυτή, είναι ένα φιλόδοξο, μάλλον πετυχημένο, εγχείρημα, σίγουρα ικανό να επιζήσει της αναγνωστικής λήθης.
υγ. Μακάρι να κυκλοφορήσει ξανά. Φοβάμαι, ωστόσο, πως το κόστος και άρα το ρίσκο είναι μεγάλο.
Υγ.2 Για το Οι κιβδηλοποιοί περισσότερα εδώ, ενώ για το Ζωή, οδηγίες χρήσεως εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου