Με την Αμερικανική αγωγή, οι εκδόσεις Δώμα συστήνουν στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό έναν ακόμα συγγραφέα, τον Μπεν Λέρνερ, σε μια εποχή που στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού η συζήτηση για την επόμενη λογοτεχνική μέρα κυριαρχεί, ύστερα και από την πρόσφατη απώλεια του σημαντικού Κόρμακ Μακάρθι, που πρόσθεσε ένα ακόμα, μάλλον δυσαναπλήρωτο, κενό σε μια μακρά αλυσίδα σπουδαίων συγγραφέων, που το έργο τους σημάδεψε τον προηγούμενο αιώνα. Η εμφάνιση, και ως ένα βαθμό η επικράτηση, της αυτομυθοπλασίας από τη μια και οι διαχρονικές απόπειρες –σε βαθμό εμμονικό– για τη συγγραφή του επόμενου μεγάλου αμερικανικού μυθιστορήματος από την άλλη θέτουν εν πολλοίς το πλαίσιο στη συζήτηση αυτή, την ίδια στιγμή που τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής «απειλούν» με τυποποίηση τη λογοτεχνική παραγωγή. Ο Λέρνερ, γεννημένος το 1979, ανήκει στη νέα γενιά που διεκδικεί το προνόμιο της συνέχισης της βαριάς αυτής κληρονομιάς, κάτι που μόνο ο χρόνος θα επιβεβαιώσει ή θα απορρίψει.
Στην Τοπήκα του Κάνσας, στη γεωγραφική καρδιά των Ηνωμένων Πολιτειών, μια μικρή πόλη στην οποία με τα χρόνια αρκετοί ειδικοί της ψυχικής υγείας έχουν μαζευτεί, ζει η οικογένεια του Άνταμ Γκόρντον. Ο Άνταμ, τελειόφοιτος του τοπικού λυκείου, ξεχωρίζει στους διάφορους αγώνες ρητορικής που λαμβάνουν χώρα σε τοπικό ή πολιτειακό επίπεδο, έχει όλα τα φόντα, αλλά και τα προνόμια, για ένα υποσχόμενο μέλλον που θα περάσει από τα έδρανα ενός καταξιωμένου πανεπιστημίου. Η Τζέιν, η μητέρα του, είναι μια διάσημη συγγραφέας βιβλίων ψυχολογίας, γεγονός που την τοποθετεί στο επίκεντρο διαφόρων συντηρητικών ομάδων. Ο Τζόναθαν, ο πατέρας του, μοιάζει να είναι συμβιβασμένος με την υπό συζυγική σκιά ζωή του. Η Αμερικανική αγωγή είναι η ιστορία της οικογένειας Γκόρντον, μέσα από την οποία ο Λέρνερ περιδιαβαίνει τις ιδιαιτερότητες του τόπου, αλλά και του χρόνου, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ενενήντα, όταν έχει ανακοινωθεί με τιμή και δόξα το τέλος της ιστορίας, όταν το αμερικανικό όνειρο έχει πια από καιρό ξεφτίσει.
Χωρισμένο σε κεφάλαια, πότε πρωτοπρόσωπης και πότε τριτοπρόσωπης αφήγησης, με επίκεντρο κάποιο από τα μέλη της οικογένειας Γκόρντον, το μυθιστόρημα του Λέρνερ φλερτάρει με το μυθιστόρημα ενηλικίωσης αλλά και την οικογενειακή σάγκα, επιχειρώντας να σκιαγραφήσει στέρεους χαρακτήρες σε ένα περιβάλλον αρκετά γνώριμο, παρότι μακρινό και απομονωμένο. Ο Λέρνερ μιλάει για κάτι που γνωρίζει καλά και από πρώτο χέρι, έχοντας γεννηθεί και ενηλικιωθεί στην Τοπήκα τα χρόνια εκείνα. Ο Άνταμ θα μπορούσε να ιδωθεί ως ένα άλτερ έγκο του συγγραφέα, παρότι το μυθιστόρημα δεν διαθέτει κανένα χαρακτηριστικό αυτομυθοπλασίας ή εμφανούς αυτοβιογραφίας. Με σύμμαχο τη γοητευτική του πρόζα, παρότι η αφήγηση κινείται σε ένα μεσαίου μήκους κύμα, χωρίς τρομερές εξάρσεις και υφέσεις, ο συγγραφέας καταφέρνει να διατηρήσει αναλλοίωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, χωρίς να κρατάει κρυμμένους άσσους στο μανίκι, χωρίς να τον εκβιάζει συναισθηματικά, χωρίς να επιχειρεί να τον διδάξει.
Εγκιβωτισμένη στην κυρίως αφήγηση και χωρισμένη σε κομμάτια τοποθετημένα ανάμεσα στα κεφάλαιά της, υπάρχει μια νουβέλα με πρωταγωνιστή τον Ντάρρεν, συνομήλικο του Άνταμ, που βρίσκεται στο αστυνομικό τμήμα μετά από μια έκρηξη βίας που τον οδήγησε στη ρίψη μιας μπάλας του μπιλιάρδου κατά τη διάρκεια ενός πάρτι, με την υποϊστορία του να ξεδιπλώνεται με διαρκείς αναλήψεις από το παρελθόν. Τυπογραφικά, η νουβέλα αυτή μοιάζει με χειρόγραφο, τη στιγμή που ο αναγνώστης έχει ισχυρούς λόγους να υποθέτει πως συγγραφέας της είναι ο ίδιος ο Άνταμ. Το συγγραφικό αυτό εύρημα δεν αναλώνεται στην όποια μεταμοντέρνα πρωτοτυπία του, αλλά επιτρέπει στον ενήλικα πια Άνταμ να κοιτάξει στο παρελθόν, στη γεμάτη σκληρότητα εφηβική ηλικία, στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονταν οι συσχετισμοί των δυνάμεων. Αξίζει κανείς, μετά το πέρας της πρώτης ανάγνωσης, να επιστρέψει και να διαβάσει αυτόνομα τη νουβέλα αυτή, κάτι το οποία θα συμβάλλει σε μια πιο ολοκληρωμένη θέαση για την ενδοκειμενική λειτουργία της.
Ο Λέρνερ, πατώντας σε μια πολυετή μυθιστορηματική παράδοση και με εμφανείς τις επιρροές από συγγραφείς όπως ο Φράνζεν ή ο Φορντ, δεν κομίζει κάτι το ρηξικέλευθα νέο, κάτι τέτοιο, άλλωστε, δεν μοιάζει να τον απασχολεί ιδιαιτέρως. Πετυχαίνει ωστόσο να γράψει ένα πολύ καλό μυθιστόρημα, γεγονός πάντοτε καλοδεχούμενο, ιδιαιτέρως απολαυστικό και με μια αφήγηση που διαθέτει έντονο το προσωπικό του στίγμα, ενώ αναδεικνύει την ικανότητά του στη μεγάλη φόρμα. Η Αμερικανική αγωγή ανταποκρίνεται ικανοποιητικά τις επιδιώξεις τού συγγραφέα όπως εκείνες ανιχνεύονται από τον αναγνώστη, αποτυπώνοντας με ακρίβεια το περιβάλλον των Μεσοδυτικών Πολιτειών, της βαθιάς Αμερικής, όπως αυτό σιγοβράζει πίσω από το πέπλο μιας φαινομενικής και μόνο στασιμότητας.
υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στη στήλη Ανοιχτό βιβλίο στην Εφημερίδα των Συντακτών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου