Η ισπανόφωνη γραμματεία, παρότι πεπερασμένο υποσύνολο της αντίστοιχης παγκόσμιας, διαθέτει ικανό μέγεθος για εκπλήξεις. Τέτοια περίπτωση ήταν και Το πίσω δωμάτιο της Κάρμεν Μαρτίν Γκάιτε, αρκετά βιβλία της οποίας, αν και όχι το συγκεκριμένο, κυκλοφόρησαν παλιότερα στα ελληνικά, που όμως αναφέρονται ως εξαντλημένα. Οι προσδοκίες μου ήταν δύο κατηγοριών και μεταξύ τους αντιφατικές και συγκρουόμενες. Από τη μια η καχυποψία πως αυτό θα ήταν ένα ακόμα βιβλίο για τον ισπανικό εμφύλιο και τη δικτατορία του Φράνκο, λογοτεχνικό θέμα το οποίο το αισθάνομαι κορεσμένο. Από την άλλη η αδυναμία που έχω στη γυναικεία ισπανόφωνη λογοτεχνία. Επικράτησε η δεύτερη, ευτυχώς.
Η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια της ιστορίας αυτής ταυτίζεται με τη συγγραφέα σε μια μεταμοντέρνα κατασκευή που η συγγραφή του παρόντος βιβλίου αποτελεί τον οργανικό της πυρήνα. Κάπου μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, φαντασίας και πραγματικότητας, μια αναλαμπή έμπνευσης σε μια κατά τα άλλα στείρα περίοδο με σημάδια πρόωρης γήρανσης, η επίσκεψη ενός παράξενου δημοσιογράφου που απαιτεί μια συνέντευξη θα ωθήσει τη συγγραφέα σε μια ανασκόπηση των περασμένων και θα επιτρέψει σε μια παλιά, ανολοκλήρωτη, ιδέα σχετικά με τις ερωτικές ιστορίες στα χρόνια του εμφυλίου και του φρανκισμού να επανακάμψει, και κάπως έτσι ένα βιβλίο, που η Γκάιτε σκόπευε να γράψει και δεν ήξερε πώς, γράφεται.
Αυτό δεν είναι ένα ακόμα βιβλίο για τον ισπανικό εμφύλιο και τη δικτατορία του Φράνκο. Σίγουρα δεν είναι, όχι με τον τρόπο που ένας αναγνώστης θα ανέμενε να είναι. Κρατούμενο πρώτο. Θα μπορούσε ωστόσο χωρίς αμφιβολία να ενταχθεί στη σχετικά νεοσύστατη κατηγορία της αυτομυθοπλασίας, παρότι γραμμένο το μακρινό πια 1978, όταν η ονομασία δεν είχε επινοηθεί, κάτι αντίστοιχο με τα φωτογραφικά αυτοπορτραίτα πριν ανακύψει ο όρος σέλφι. Κρατούμενο δεύτερο.
Μικρή παρένθεση, μάλλον απαραίτητη. Θεωρώ πως υπάρχει μια σύγχυση σχετικά με την αυτομυθοπλασία που δεν της επιτρέπει να ξεχωρίσει από τη συγγενή κατηγορία της αυτοβιογραφικής μυθοπλασίας, υποείδος αρκετά γνώριμο από παλιά. Και αυτό που διακρίνει την αυτομυθοπλασία είναι η ενσωμάτωση της κατασκευής του ίδιου του βιβλίου στον κεντρικό πυρήνα του βιβλίου. Το κέντρο βάρος του autoficction, καθώς μιλάμε για λογοτεχνία και όχι για βιογραφία ή αυτοβιογραφική λογοτεχνία, δεν εντοπίζεται τόσο στην ακρίβεια των γεγονότων, στον αυστηρό ρεαλισμό στην απεικόνιση, γι' αυτό άλλωστε δεν είναι απαραίτητο ο συγγραφέας-αφηγητής να ταυτίζεται με τον συγγραφέα στο εξώφυλλο, αλλά σε αυτό το ενδιάμεσο φίλτρο παρατήρησης, στον τρόπο με τον οποίο η γύρω πραγματικότητα αντανακλάται και μετατρέπεται σε λογοτεχνία. Δεν είναι η αλήθεια το ζητούμενο, όχι το κυρίαρχο τουλάχιστον, αλλά η μετατροπή αυτή. Κατόπιν αυτής της διευκρίνισης, Το πίσω δωμάτιο δικαιωματικά αποτελεί έναν από τους προπομπούς του υποείδους. Δύο καλά σύγχρονα παραδείγματα αυτομυθοπλαστικής λογοτεχνίας είναι Ο φίλος της Νιούνεζ (μτφρ. Γιώργος Λαμπράκος, εκδόσεις Gutenberg) και η σειρά της Στράουτ με ηρωίδα τη Λούσυ Μπάρτον (μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδόσεις Άγρα).
Η ιδιαιτερότητα αυτή είναι που εν πολλοίς τοποθετεί το μυθιστόρημα αυτό στη μεταμοντέρνα λογοτεχνία, προσδίδοντας μια παιγνιώδη διάθεση στη σύλληψη και την εκτέλεση των συγγραφικών επιδιώξεων, πλάθοντας και φέρνοντας στα μέτρα της συγγραφέως εργαλεία της παράδοσης και δη του μοντερνισμού και κυρίως τη ροή συνείδησης, στην οποία κάποιοι αναγνώστες ίσως αναγνωρίσουν στον μυστηριώδη δημοσιογράφο. Την ίδια στιγμή επιτρέπει στη συγγραφέα να αναφερθεί στο σωτήριο και καθοριστικό ρόλο της λογοτεχνίας στη ζωή της. Το αχόρταγο διάβασμα από μικρή ηλικία, η κατασκευή παράλληλων κόσμων, η δραπέτευση από την ανιαρή πραγματικότητα της μικρής επαρχίας, το παράθυρο στη φαντασία εκεί που όλα είναι δυνατά και πιθανά, το πάτημα σε δύο βάρκες. Επιτρέπουν, παράλληλα, και ένα ιδιότυπο κοίταγμα του αναγνώστη στον συγγραφικό πάγκο εργασίας, που περισσότερο με δωμάτιο αλχημιστή μοιάζει. Η έντονη παρουσία ενός βιβλίου του θεωρητικού Τοντόροφ, που βρίσκεται σε πρώτη ζήτηση στο πλάι της συγγραφέως, οι αναμνήσεις από την ανάγνωση παρέα με την από καιρό νεκρή κολλητή της του εμβληματικού (παρότι οικτρά παρεξηγημένου) μυθιστορήματος του Ντάνιελ Ντεφόε, Ροβινσώνας Κρούσος, η διαδεδομένη αισθηματική λογοτεχνία με τα κλισέ της, αλλά και τα δικά της παλιότερα βιβλία, κατέχουν σημαίνοντα ρόλο στη συνολική αυτή κατασκευή και της προσδίδουν ένα έντονα βιβλιοφιλικό άρωμα.
Η πρόζα της Γκάιτε είναι υψηλοτάτου επιπέδου, η ποιητικότητα ρέει αβίαστη χωρίς να λιγώνει τον αναγνώστη, χωρίς να έχει την αποφορά ενός πολυκαιρισμένου κειμένου. Η αφήγηση, παρότι πρωτοπρόσωπη και περικυκλωμένη από τον έντονα προσωπικό χαρακτήρα της, δεν πάσχει από αυταρέσκεια και εγωπάθεια, κάτι το οποίο αποτελεί λαμπρό παράσημο στο πέτο της, πετυχαίνοντας να ακουστεί καθαρά μια φεμινιστική και εν μέρει πολιτική φωνή, περιλαμβάνοντας τις κοινωνικοπολιτικές ιδιαιτερότητες της εκάστοτε χρονικής περιόδου ως το αναπόφευκτο πλαίσιο διαβίωσης. Το σπάσιμο της γραμμικότητας του χρόνου δεν προκαλεί σύγχυση αλλά, αντίθετα, επιτείνει τη μεταιχμιακή κατάσταση στην οποία βρίσκεται η συγγραφέας κατά τη συγγραφή του βιβλίου, αποτυπώνοντας περίφημα τον μηχανισμό με τον οποίο λειτουργεί η μνήμη, το πώς συναντάται με την έμπνευση, το πού γειτονεύουν η αποκοπή της δημιουργίας με την πραγματικότητα μιας οικείας καθημερινότητας, το πώς εναλλάσσονται οι διάφορες εκδοχές του εαυτού· οι πεποιθήσεις που κατέρρευσαν, τα όνειρα που έμειναν απραγματοποίητα, ο κόσμος που έμοιαζε μεγάλος και επαρκώς λαμπερός, γεμάτος μυστήρια, το προκαθορισμένο μονοπάτι, η αθωότητα, η ωριμότητα, η εμπειρία, η απομάγευση, η δίψα για το αναπάντεχο, η διαχρονική ανάγκη για καταφυγή στο μπούνκερ της λογοτεχνίας, είτε ως πομπός είτε ως δέκτης. Κυρίως, όμως, Το πίσω δωμάτιο δεν πέφτει θύμα του ίδιου του του εαυτού και, έτσι, δεν περιορίζεται η αναγνωστική πρόσληψη, και ακολούθως απόλαυση, στο κεντρικό τέχνασμα, αλλά διαθέτει την απαιτούμενη αυτάρκεια ώστε να σταθεί πέρα από αυτό, ο σπόρος και το φυτό, μέρη διακριτά και άρρηκτα συνδεδεμένα.
Η αναγνωστική απόλαυση, ενίοτε και σπάνια, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Γκάιτε, ενσωματώνει την αντανακλαστική και ισχυρή πεποίθηση πως το ανάγνωσμα, πέραν των λοιπών αρετών, λιγότερο ή περισσότερο καμουφλαρισμένων, διαθέτει ταυτόχρονα και μεγάλη λογοτεχνική αξία, πως αποτελεί ένα σημαντικό στιγμιότυπο του μεγάλου ποταμού, μια καθοριστική στιγμή στον γεμάτο μπρος και πίσω διάπλου της γραφής και της ανάγνωσης. Διαβάζοντας Το πίσω δωμάτιο, αρκετές φορές αναλογίστηκα την Κλαρίσε Λισπέκτορ, με το πρώτο νήμα να είναι ποταπό και συνάμα ανατριχιαστικά σιχαμερό, μια τεράστια κατσαρίδα στην κουζίνα του σπιτιού, αλλά στη συνέχεια να εντοπίζεται στη διάθεση για ανανέωση, για ένα παιχνίδι με τη λαϊκή λογοτεχνία και τα συστατικά της, για την άρση των στερεοτύπων που βάραιναν και βαραίνουν τις πλάτες των γυναικών συγγραφέων.
Ένα σπουδαίο και απολαυστικό βιβλίο.
υγ. Για τον Φίλο της Νούνιεζ περισσότερα εδώ, για τα βιβλία της Στράουτ με ηρωίδα τη Λούσυ Μπάρτον εδώ. Για τα βιβλία της Λισπέκτορ εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου