Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2025

Emily St. John Mandel

Πριν από εννέα χρόνια διάβασα ένα βιβλίο που μου άρεσε πολύ, πάρα πολύ για την ακρίβεια, σχετικά με κάτι που έμελλε να το ζήσουμε τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν ένας αδιόρατος στο μάτι ιός σκόρπισε τον πανικό και τον φόβο. Ο λόγος για το Σταθμός Έντεκα της Έμιλυ Σεντ Τζον Μάντελ, που αργότερα έγινε και πολύ ωραία τηλεοπτική σειρά. Ήταν ένα από τα βιβλία τα οποία εντός πανδημίας απέκτησαν τον χαρακτηρισμό του προφητικού, κάποιοι έτρεξαν να το διαβάσουν, κάποιοι άλλοι πισωπάτησαν, το ζούσαν ήδη, έλεγαν. Η αλήθεια είναι πως πέριξ της λογοτεχνίας της επιστημονικής φαντασίας, ένα τέτοιο εύρημα δεν βρίθει πρωτοτυπίας, αλλά αυτό συμβαίνει ακόμα και στην πιο κύρια λογοτεχνία, Η πανούκλα του Καμύ, για παράδειγμα. Γενικά η λογοτεχνία της πρωτοτυπίας συνήθως έχει κοντά πόδια, έτσι όπως εγκλωβίζεται στο ίδιο της το εύρημα.

Παρότι το βιβλίο εκείνο μου άρεσε πάρα πολύ, όταν αργότερα κυκλοφόρησαν δύο ακόμα βιβλία της γεννημένης στη Βρετανική Κολομβία του Καναδά συγγραφέας, δεν έσπευσα να τα διαβάσω, ποιος να ξέρει γιατί. Ο καιρός πέρασε και ο καιρός ήρθε και η συγκυρία βοήθησε και αποδείχτηκε καθοριστική για ακόμα μια φορά, όταν το πλαίσιο των επιλογών υπήρξε αρκετά πιο στενό και εγώ αναζητούσα ένα μυθιστόρημα να βυθιστώ μέσα του, τα δύο βιβλία της Μάντελ βρέθηκαν εκεί, μπροστά μου.

Το γυάλινο ξενοδοχείο - Emily St. John Mandel (μτφρ. Βάσια Τζανακάρη, εκδόσεις Ίκαρος)

Μια σπονδυλωτή ιστορία, με αρκετά χρονικά μπρος πίσω, με τη ζωή διαφόρων προσώπων να μπλέκεται στα γρανάζια της κοινής μοίρας, ατομικές ιστορίες που έρχονται και συναντούν γεγονότα μεγαλύτερης εμβέλειας, όπως για παράδειγμα η πρόσφατη οικονομική κρίση με την κατάρρευση τραπεζών και επενδυτικών σχημάτων, τα απόνερα της οποίας ακόμα ταλανίζουν τις αγορές και διαρκώς υπάρχει ο κίνδυνος μιας ακόμα μεγαλύτερης κρίσης, όλα αυτά σε συνδυασμό με τον ψίθυρο της ατομικής ιστορίας, την ανάγκη μας για αγάπη και νόημα, την αναζήτηση μιας πίστης που θα μας κρατήσει σε μια τροχιά περιστροφής.

Σκέφτομαι όλο και πιο έντονα τώρα τελευταία πως μια ποσοτική μέτρηση της αναγνωστικής εμπειρίας θα μπορούσε να είναι η σηματοδότηση κάθε εξόδου από την ανάγνωση του εκάστοτε βιβλίου, ακόμα και αν είναι απλώς για να τσεκάρουμε το κινητό δίπλα μας ή να σηκωθούμε να ανοίξουμε τον θερμοσίφωνα, έτσι, στο τέλος του βιβλίου, θα μπορούσαμε να τσεκάρουμε το συνεχές της ανάγνωσης, αν, ενάντια στους περισπασμούς που λαθροβιούν στα πέριξ, υπάρχει ένα ή περισσότερα κομμάτια συνεχούς ανάγνωσης, τότε αυτό κάτι θα σημαίνει για το βιβλίο και τη σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ μας, σωστά; Και να σκεφτείτε πως ακόμα και σήμερα υπάρχουν εκείνοι που θεωρούν αποκλειστικά αρνητικό τον χαρακτηρισμό πέιτζ τέρνερ για ένα μυθιστόρημα.

Σε τέτοιους ρυθμούς ένιωθα να έχω παραδοθεί διαβάζοντας Το γυάλινο ξενοδοχείο, μια ανάγνωση αχόρταγη που μπορούσε να με κρατήσει μακριά από το αναλογικό και ψηφιακό περίγυρο περισπάσεων. Η ικανότητα της Μάντελ, που ήδη γνώριζα από τον Σταθμό Έντεκα, να συνθέτει ιστορίες και να κατασκευάζει κόσμους στο όριο του ανοίκειου, ήταν και εδώ παρούσα, καθοριστική για την ανάγνωση. Και αν στο προηγούμενο βιβλίο το δόσιμο της δυστοπίας, του περιβάλλοντος εντός του οποίου κάποιοι λίγοι άνθρωποι πάλευαν να επιβιώσουν, ήταν εκείνο που κυρίως χαρακτήριζε το μυθιστόρημα και τελικώς έκρινε την επιτυχία του, εδώ ήταν ένα άλλο στοιχείο στη γραφή, στη σύλληψη και την εκτέλεση, που αποδείχθηκε καθοριστικό. Ενώ το περιβάλλον εντός του οποίου οι ατομικές ιστορίες συνέβαιναν ήταν παρόν, χαοτικό και άπειρο, η Μάντελ κατάφερε να δημιουργήσει κάποιου είδους κάψουλες απομόνωσης για τα πρόσωπα και τις ιστορίες τους, κάψουλες ωστόσο διαφανείς που επέτρεπαν τη θέα στον έξω κόσμο, μια ημιαπομόνωση κατά κάποιο τρόπο, εντός της οποίας υπήρχε έντονη η αίσθηση της ησυχίας και της επιβράδυνσης του χρόνου.

Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό το οποίο πρώτα εντόπισα στον Ντε Λίλλο, ιδιαίτερα στο ύστερο έργο του, όταν είχε πια αφήσει πίσω του τη μεγάλη φόρμα, θυμηθείτε, αν έχετε διαβάσει, το Κοσμόπολις, πώς καταφέρνει ο άτιμος να επιβραδύνει και να απομονώσει την εντός λιμουζίνας συνθήκη από τον έξω κόσμο στο κέντρο της μητρόπολης, και τότε θα έχετε μια ιδέα για όσα περιγράφω πιο πάνω για Το γυάλινο ξενοδοχείο. Αυτή η χρονική αντίστιξη, αυτό το πάγωμα του έξω χρόνου όχι τόσο για να δοθεί χώρος στον στοχασμό, όπως θα συνέβαινε σε ένα μοντερνιστικό καμβα, αλλά για να επιτραπεί να ακουστεί η ελάχιστη φωνή του ατομικού, να διαχωριστεί μια μόνο φωνή από το άπειρο σύνολο, να διακριθεί χωρίς να απομονωθεί η τριγύρω βουή που στιγμή δεν παύει. Μια τεχνική που εκτός από ένα μόντους βιβέντι, που δεν περιορίζεται μόνο εντός του βιβλίου, αποτελεί και ένα μόντους σκριβέντι, χωρίς καταφυγή σε μια περίπλοκη μεταμοντέρνα ή επιστημονικής φαντασίας κατασκευή, αλλά μια ιστορία με όρους ρεαλιστικούς, ενός σύγχρονου ρεαλισμού, μιας υπεραιχμής δύστροπης στην απομόνωσή της. Και αυτή η ησυχία, σχεδόν εκκωφαντική, είναι εκείνο που ως αίσθηση μου έμεινε από την ανάγνωση.  Ήθελα ωστόσο και άλλο, συνέχισα με το:

Η θάλασσα της ηρεμίας - Emily St John Mandel (μτφρ. Βάσια Τζανακάρη, εκδόσεις Ίκαρος)

Λίγες μόλις σελίδες ήταν αρκετές, το οπισθόφυλλο δεν το μαρτυρούσε, για να καταλάβω πως αυτό το μυθιστόρημα αποτελούσε μια (ιδιότυπη) συνέχεια των προηγούμενων και κυρίως, πιο εμφανώς αν και χαλαρά, με Το γυάλινο ξενοδοχείο.

Εδώ η Μάντελ επιλέγει ένα διαφορετικό στήσιμο για την εκ νέου σπονδυλωτή ιστορία της, σκορπίζοντας τα νήματα δράσης σε διαφορετικά χρονολογικά σημεία, ξεκινώντας από το 1912 και φτάνοντας μέχρι το 2401 και επιχειρώντας να τα συνδέσει, ένα σχέδιο αρκετά φιλόδοξο, που ωστόσο δεν είμαι βέβαιος πως πέτυχε στον ιδεατό βαθμό, χωρίς αυτό να σημαίνει πως αποτέλεσε κάποιου είδους εμπόδιο στην ανάγνωση, στην καταβρόχθιση για την ακρίβεια, αλλά να, εκ των υστέρων είναι το πιο αδύναμο των τριών, ίσως γιατί έμοιαζε να είναι και το πλέον φιλόδοξο, ο πήχης τέθηκε ψηλά αλλά η κατασκευή δεν τον υπερκέρασε, όχι με άνεση τουλάχιστον. Υπάρχουν κάποια σημεία σκοτισμένα, αδιάφορο αν αυτό έγινε συνειδητά ή όχι, τα οποία δημιουργούν μια επιπλέον τριβή, όχι γιατί δεν δίνουν μια πλήρη εξήγηση, κάτι τέτοιο ελάχιστα λογοτεχνικό θα ήταν ως αίτημα, αλλά γιατί μοιάζει να μην είναι ξεκάθαρα και αρμονικά μπλεγμένα, αλλά να, η επιτήδευση χτυπά την πόρτα, η βιάση για την ένωση. Έτσι, ενώ ξέχωρα οι ιστορίες λειτουργούν, οι συνδέσεις ανακόπτουν τη ροή, οδηγούν τον αναγνώστη στο δωμάτιο της σκέψης, στην αναζήτηση πιθανών τεχνικών σφαλμάτων και ανακριβειών. Και αν στο προηγούμενο υπήρχε η επιρροή του Ντε Λίλλο, επιρροή γόνιμη, χωνεμένη και σίγουρα λειτουργική, εδώ είναι η εικόνα του Ντέιβιντ Μίτσελ στο βάθος που αχνοφαίνεται, κυρίως το Cloud Atlas, το οποίο και διάβασα σχετικά πρόσφατα, επιρροή για την οποία στέκομαι πιο σκεπτικός.

Εννοείται πως τσέκαρα να δω αν έκτοτε έχει βγάλει κάποιο καινούργιο βιβλίο η Μάντελ, όχι, δεν έχει βγάλει, γιατί παρότι εξέφρασα τους προβληματισμούς μου για το Η θάλασσα της ηρεμίας, εντούτοις θα ήθελα κάποια στιγμή να διαβάσω κάτι ακόμα δικό της, η φιλοδοξία στις κατασκευές της υπόσχεται πολλά, ιδιαίτερα σε μια εποχή όπως η σημερινή που οι αφηγήσεις γίνονται πιο απλές, πιο χειροπιαστές, πιο κοντά στην ανθρώπινη εμπειρία της καθημερινότητας, χρήσιμες και ενδιαφέρουσες και αυτές, διαφορετικές ωστόσο, συνεισφορά στην απομάγευση που επικρατεί, ενώ ο μύθος τόσο λείπει.

Μια άτυπη τριλογία η οποία θα μπορούσε να αποτυπωθεί ως: ο φόβος μας για το μέλλον - το ζοφερό παρόν - η ανάγκη μας για μύθο.

υγ. Για τον Σταθμό Έντεκα περισσότερα θα βρείτε εδώ, για το Κοσμόπολις εδώ, για το Cloud Atlas εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου