Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φινλανδία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φινλανδία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2024

Μπόλλα - Pajtim Statovci

Μπόλλα είναι το όνομα ενός τέρατος της αλβανικής μυθολογίας με μορφή ερπετού.

Έξι χρόνια πριν, το 2018, είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά το πρώτο μυθιστόρημα του Παϊτίμ Στάτοβτσι, γεννημένου το 1990 στο Κοσσυφοπέδιο, που δύο χρονών μετανάστευσε στη Φινλανδία, Η γάτα μου η Γιουγκοσλαβία, βιβλίο που, παρά τα πλείστα θετικά σχόλια, δεν διάβασα. Το όνομα του συγγραφέα, λοιπόν, κάτι μου θύμιζε, όταν έπιασα στα χέρια μου το Μπόλλα, τη στιγμή που το οπισθόφυλλο ανέσυρε από την αοριστία την επιθυμία μου για μια ικανή δόση μελοδραματικού έρωτα. Παρά την ευδιάκριτη επιθυμία, οι επιφυλάξεις ήταν παρούσες, δύσκολο, παρότι τόσο διαδεδομένο, το μελόδραμα, συνήθως όχι του γούστου μου, τελικά.

Συχνά, σε διάφορες συζητήσεις, προκύπτει η άγνοια, ή η ελάχιστη γνώση και επαφή αν το προτιμάτε έτσι διατυπωμένο, που έχουμε με την αλβανόφωνη λογοτεχνία, παρά τους δεσμούς, πέραν της χωρικής γειτνίασης, που οι δύο χώρες έχουν κυρίως κατά τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες, και πόσο μάλλον με τη λογοτεχνία του Κοσσυφοπεδίου, μια άγνωστη γη για τους περισσότερους, μια χαίνουσα πληγή σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο στο βαλκανικό κέντρο, μια πυριτιδαποθήκη έτοιμη ανά πάσα στιγμή για ασύμμετρη ανάφλεξη, όπως το σύνηθες κλισέ ορίζει.

Το Μπόλλα ανήκει στο σώμα της queer λογοτεχνίας, μια από τις λίγες ιστορίες αγάπης ανάμεσα σε δύο άντρες που έχω διαβάσει, αλλά ταυτόχρονα φέρει και τη ματιά του ξένου πια συγγραφέα στον τόπο που γεννήθηκε αλλά δεν έζησε τελικά. Απρίλιος, 1995. Ο εικοσιτετράχρονος, πρόσφατα παντρεμένος, υπακούοντας στην πατρική επιθυμία, Αρσίμ, είναι φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Πρίστινα, ευελπιστώντας κάποτε, το συντομότερο δυνατόν, να μπορέσει να βιοποριστεί διαμέσου της γραφής. Φροντίζει να διατηρεί χαμηλούς τόνους σ' έναν τόπο σερβικής κυριαρχίας και βαθιά εχθρικό προς τους Αλβανούς, να περάσει απαρατήρητος, να επιβιώσει και ίσως να διαμορφώσει, πάντοτε υπό την επήρεια της τύχης και της συγκυρίας, μια καλύτερη ζωή. Όλα μοιάζουν υπό έλεγχο, παρά τη δυσκολία της καθημερινότητας, παρά τη ρευστότητα, τα πράγματα φαίνεται να πηγαίνουν βάση σχεδίου. Θα γνωρίσει τον Σέρβο Μίλος, φοιτητή της ιατρικής, και θα ερωτευτούν παράφορα. Λίγες μέρες αργότερα η γυναίκα του θα του ανακοινώσει πως είναι έγκυος, μια κλωστή αρκεί για την αποσύνθεση του υφαντού.

Η αφήγηση γίνεται εκ των υστέρων, όταν όλα έχουν συμβεί. Ο Στάτοβτσι επιλέγει μια αφηγηματική σύνθεση που αρχικά ίσως παραξενέψει τον αναγνώστη, απόφαση που δικαιολογείται προς τις τελευταίες σελίδες και αποδεικνύεται λειτουργική και καθοριστική. Ως προς τον μελοδραματικό χαρακτήρα, το Μπόλλα ικανοποίησε πλήρως τις προσδοκίες και τις ανάγκες μου, χωρίς να προκαλέσει λίγωμα, χωρίς να απολέσει την απαραίτητη αληθοφάνειά του, χωρίς να χαθεί στη χώρα της κακής συναισθηματικής λογοτεχνίας, φλερτάροντας με τον εκβιασμό, κατορθώνοντας ωστόσο να μην ενοχλήσει, να μη βιάσει τα δάκρυα, παρότι στην παλέτα του διαθέτει διάφορες στερεοτυπίες, τις χρησιμοποιεί χωρίς να επαφίεται στην ευκολία τους. Και όμως, αναρωτιέμαι, έχουν έτσι όντως τα πράγματα; Η θεωρία, ως κατασκευή που περηφανεύεται για τη σταθερότητά της, θέτει ερωτήματα, με κύριο το: γιατί σου άρεσε παρότι είναι μια λογοτεχνία όχι και τόσο του γούστου σου; Ας προσπαθήσω.

Επιπλέον, πέρα από την καθαυτή ερωτική ιστορία, ο τρόπος με τον οποίο διαπραγματεύεται την κοινωνικοοικονομικοπολιτική συνθήκη, αποφεύγοντας τον εξωτισμό, είναι επίσης αξιομνημόνευτος. Πετυχαίνει δε κάτι όμορφο, διαχέοντας την αίσθηση ρευστότητας πέρα από το συναίσθημα ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό, αυτή τη δύσκολη και συνάμα αναπόφευκτη αναζήτηση ταυτότητας, με τα αδιέξοδα και τις υπερβάσεις της, την ακραία καιρική εναλλαγή, την αδυναμία της λογικής να κυριαρχήσει και να επιβληθεί, ενώ σηματοδοτεί και την αντίθετη διαδρομή, με προσδοκίες, όνειρα, φόβους, βεβαιότητες, πεποιθήσεις και πάθη που χαρακτηρίζουν τον έρωτα, και όμως τα βρίσκει κανείς, σε ανησυχαστικούς κυρίως καιρούς, και στην κοινωνικοπολιτική αρένα. Για να το πω αλλιώς: έξω από την ανάγνωση, η υποψία για μια σκόπιμη σύνθεση διαφόρων μεταβλητών της λογοτεχνικής μοδός είναι υπαρκτή και ίσως βάσιμη, η ανάγνωση ωστόσο απομακρύνει τα όποια σύννεφα για κουτάκια που έπρεπε να τικαριστούν σύμφωνα με τις σύγχρονες επιταγές του τι μπορεί να πουλήσει. Ο Στάτοβτσι έχει μια ιστορία να πει και τη λέει περίφημα. Η ιστορία του διαδραματίζεται αναγκαστικά υπό το βάρος του κοινωνικοπολιτικού μανδύα, δεν μπορεί να υπάρξει έξω από την επιρροή του, ως ένα μεγάλο βαθμό διαμορφώνεται, μάλιστα, από αυτόν, και αυτό είναι κάτι που προσθέτει βάρος χωρίς να βαρυφορτώνει το τελικό αποτέλεσμα. Το ανοίκειο της συνθήκης δεν είναι πλήρες, οι χαραμάδες επιτρέπουν στον αναγνώστη να κατανοήσει, να διακρίνει γνώριμα μοτίβα και καιρικά φαινόμενα.

Οι συγγραφικές προθέσεις, με το ρίσκο που η επισήμανσή τους φέρει, μοιάζουν να ικανοποιούνται πλήρως, μια ιστορία αγάπης με φόντο ένα ευμετάβλητο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, να τι είναι το Μπόλλα. Νιώθω, ωστόσο, την ανάγκη να επιμείνω ως προς τη λογοτεχνικότητα. Το αναπόφευκτο δέσιμό μας με τις πεποιθήσεις μας, η πυξίδα μας να κινούμαστε συντεταγμένα στον κόσμο, άρα και στη λογοτεχνία, το επιβάλλουν αυτό με τον τρόπο τους. Παρότι βρίσκομαι μετά το πέρας της ανάγνωσης, με τους όποιους φόβους και  επιφυλάξεις ηττημένους στο πάτωμα, η ανάγκη δικαιολόγησης του πώς και γιατί μου άρεσε αυτή η ιστορία δεν σωπαίνει. Και δεν σωπαίνει γιατί έρχεται ως ένα βαθμό σε ευθεία σύγκρουση με όσα ισχυρίζομαι πως επιθυμώ να αποφεύγω στη λογοτεχνία, παρότι η ανάγκη για μελόδραμα ήταν παρούσα σε τέτοιο βαθμό, τα συστατικά της ιστορίας, παρότι αποδεδειγμένα χρησιμοποιημένα με τον κατάλληλο τρόπο, επιμένουν να ενεργοποιούν τον μηχανισμό άμυνας και αποφυγής, και ας μην έχω σε τι να αμυνθώ και τι να αποφύγω. Λέω, λοιπόν: παρ' όλ' αυτά το Μπόλλα μου άρεσε πολύ, πάρα πολύ, και επομένως οποιαδήποτε κουβέντα για λογοτεχνικά ύψη μοιάζει ανούσια. Και όμως, αυτό δεν σημαίνει a priori πως υπάρχει κάποιο έλλειμμα, πως υπάρχει κάποια συγγραφική αστοχία, κάθε άλλο.

Το εκκρεμές συνεχίζει το πήγαινε έλα, μου άρεσε αλλά δεν είναι του γούστου μου, μου άρεσε παρότι δεν είναι του γούστου μου, μου άρεσε αλλά έχει ευκολίες, μου άρεσε αλλά με κατεύθυνε συναισθηματικά, και ούτω καθεξής. Είναι μια συνθήκη, με τον τρόπο της, άβολη. Μια αναμέτρηση με τον εαυτό. Πέρασαν τόσες μέρες από την ανάγνωση και το εκκρεμές δεν έπαψε, επιχειρώ ξανά και ξανά να διακρίνω, να βρω τον μηχανισμό, να εξάγω ισχυρή θεωρία που να δικαιολογεί και να γεφυρώνει το χάσμα, δεν τα καταφέρνω, μου άρεσε αλλά δεν ξέρω γιατί, πέρα από κάποια ξεκάθαρα λογοτεχνικά σχήματα που λειτούργησαν, βρίσκομαι σε μια αμηχανία, απέναντι στον ίδιο μου τον εαυτό. Σε ανύποπτη στιγμή θα ισχυριζόμουν πως αυτό το εκκρεμές σηματοδοτεί ακόμα και κατά την απομάκρυνσή του την αξία του βιβλίου. Τώρα, όμως, όχι, η μετωπική σύγκρουση μαίνεται. Και το κείμενο αυτό, περισσότερο από άλλα, ίσως/θα/ελπίζω να λειτουργήσει ως βατήρας ανάμνησης, ως πλήγμα στη στείρα και ανηδονική θεωρία και την αυτοπεποίθηση κατοχής μιας αόριστης γνώσης, για το πώς οι βεβαιότητες υποχωρούν στο διάβα μιας ιστορίας όπως αυτή δοσμένη με τον τρόπο αυτό, πως μακριά από τα γνώριμα εδάφη ανθίζουν επίσης κήποι, πως στο αναπάντεχο συχνά κάτι ακόμα αποκαλύπτεται για τον εαυτό.

Μετάφραση Αύγουστος Κορτώ
Εκδόσεις Πατάκη

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

Ταίναρον - Leena Krohn





Με τη σκανδιναβική λογοτεχνία να γνωρίζει παγκοσμίως τεράστια απήχηση, κυρίως -αλλά όχι μόνο- λόγω της αστυνομικής λογοτεχνίας, απόρροια μιας αναγνωστικής τάσης αλλά και της πολιτικής σχετικά με το βιβλίο αυτών των βόρειων χωρών, το γεγονός πως δεν είχα διαβάσει κανένα βιβλίο Φινλανδού συγγραφέα ήταν ένας λόγος που με οδήγησε στην πρόσφατη και για πρώτη φορά στα ελληνικά έκδοση του βιβλίου της Λέενα Κρουν με δύο νουβέλες. Το οπισθόφυλλο, μαζί με τις πρώτες σελίδες, διαβασμένες σε όρθια στάση στο βιβλιοπωλείο, ενέτειναν την επιθυμία μου.

Πώς να ξεχάσω εκείνη την άνοιξη που πηγαίναμε περίπατο στον Βοτανικό Κήπο του Πανεπιστημίου, αφού ένας τέτοιος κήπος υπάρχει κι εδώ, στο Ταίναρο, μεγάλος και καλοσυντηρημένος; Αν τον έβλεπες, θα έμενες άφωνος. Έχει πολλά φυτά που δεν τα γνωρίζει κανείς, ακόμα και ένα είδος που ανθίζει κάτω από το χώμα.

Η πρώτη νουβέλα, που δίνει και τον τίτλο στην έκδοση, γράφτηκε το 1985 και έχει μορφή επιστολική· εκείνη, η αποστολέας των αναπάντητων επιστολών, ζει πια μακριά από τον άγνωστο τόπο της, κάπου στον αντίποδα του Ταίναρου. Μέσα από τις τριάντα σύντομες επιστολές ένας μαγικός κόσμος κάνει την εμφάνιση του. Ο καλύτερός της φίλος στον νέο τόπο είναι ένα σκαθάρι. Ναι, ένα σκαθάρι. Όμως είναι τέτοιος ο τρόπος με τον οποίο διηγείται η Κρουν την ιστορία της, που οι ρεαλιστικές διαστάσεις της δεν τίθενται καμία στιγμή εν αμφιβόλω, ενδεδυμένη ταυτόχρονα με κάτι το παραμυθένιο, στις παρυφές του μαγικού ρεαλισμού, με σημείο εκκίνησης όμως την κεντροευρωπαϊκή λογοτεχνία. Είναι ο ξεχωριστός τρόπος με τον οποίο η Κρουν αντικρίζει τη σκοτεινή πλευρά του κόσμου, επιθυμώντας να δώσει μία διάσταση μαγική, χωρίς να αναλωθεί στον στεγνό καταγγελτικό ρεαλισμό, φλερτάροντας οριακά με το μελό και αρνούμενη να παραδοθεί ολοκληρωτικά στην παραβολή. Το αποτέλεσμα είναι συναρπαστικό -επίσης: γλυκό, τρυφερό και συγκινητικό.

Στη δεύτερη νουβέλα, γραμμένη το 2013, με τίτλο Hotel Sapiens, η Κρουν ορίζει επίσης έναν νέο τόπο, αυτή τη φορά ένα ξενοδοχείο ανθρώπων, που θυμίζει φρενοκομείο, φυλακή ή στρατόπεδο συγκέντρωσης, αλλά ταυτόχρονα είναι και καταφύγιο από τον έξω κόσμο που έχει πια ισοπεδωθεί, ένα ξενοδοχείο που το διαχειρίζονται μηχανές, ένα περιβάλλον άχρονο, όπου το μόνο τικ τακ που ακούγεται είναι εκείνο του μηχανισμού του προσωπικού του. Εδώ η Κρουν, με τον ευδιάκριτο προσωπικό της τρόπο, όπως ήδη αποτυπώθηκε ευκρινώς εκείνος στην πρώτη νουβέλα, διηγείται μια δυστοπική ιστορία, που ανήκει στην ευρύτερη οικογένεια της Επιστημονικής Φαντασίας. Η μνήμη του παλιού κόσμου που σταδιακά ξεθωριάζει, τα όνειρα που καταγράφονται από τους φύλακες και οι ομιλίες γνωστών επισκεπτών -φιλοσόφων, ψυχολόγων και λογοτεχνών-, για την ακρίβεια μηχανών μεταμφιεσμένων σε πρωτοπόρους της σκέψης και της επιστήμης του παρελθόντος, συνυπάρχουν με την καθημερινότητα του ξενοδοχείου και τις αγωνίες των ενοίκων του.

Ένα βιβλίο μαγικό, που φανερώνει ένα πνεύμα με ποικίλα ενδιαφέροντα και μεγάλο εύρος γνώσεων, ένας ξεκάθαρα προσωπικός τρόπος γραφής, που συγγενεύει με άλλες σπουδαίες σύγχρονες συγγραφείς ταυτόχρονα όμως χωρίς να τις θυμίζει. Η Κρουν επιλέγει το λογοτεχνικό περιβάλλον που ταιριάζει καλύτερα στην ιστορία της και το διαμορφώνει με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι λειτουργικό και γόνιμο, για να χωρέσει και να αναδείξει τον τρόπο με τον οποίο εκείνη αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω της.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Μαρία Μαρτζούκου
Εκδόσεις Καστανιώτη