Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εκδόσεις Τυφλόμυγα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εκδόσεις Τυφλόμυγα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2021

Χρυσόψαρα στη σκουριά της πόλης - Γιώργος Μπίζας

Είναι διαφορετικά τα μονοπάτια εκείνα που οδηγούν στα βιβλία που εντοπίζει και τελικά διαβάζει κανείς εν μέσω εκδοτικής υπερπαραγωγής. Ένα από αυτά τα μονοπάτια είναι οι φίλοι. Οι υποδείξεις, τα δέματα, τα μεταμεσονύχτια μηνύματα, το πάθος στα μάτια τους. Κυρίως το πάθος. Τσέκαρε αυτό, λένε. Προσοχή, δεν κρίνουν, δεν λένε: μα καλά, δεν διάβασες ‒ακόμα‒ αυτό ή εκείνο· λένε: τσέκαρε αυτό· τις περισσότερες φορές, μάλιστα, δεν λένε τίποτα, όλο και κάποιο πεσκέσι κρατούν. Οι φίλοι μας ξέρουν καλά, δεν ρωτούν ποτέ: το διάβασες εκείνο το βιβλίο που σου είπα, που σου έδωσα, πώς σου φάνηκε, το πέτυχα, σου άρεσε. Ξέρουν πώς γίνονται αυτά. Στον καιρό τους, δίχως βιάση. Τα βιβλία, λένε, μας βρίσκουν. Καλά λένε. Τα Χρυσόψαρα στη σκουριά της πόλης του Γιώργου Μπίζα κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Τυφλόμυγα το 2017. Πριν λίγους μήνες μου τα έκανε δώρο η Ν. Γυρίζοντας στο νησί, πήραν τη θέση τους στο ράφι με τα υπόλοιπα αδιάβαστα. Τις προάλλες τα τράβηξα έξω. Είναι κάποια βράδια που θες κοντά κάποιους ανθρώπους.

Ο Μοντγκόμερυ ξύπνησε από τον ήχο της μπετονιέρας, που φτιάχνει τσιμέντο απέναντι. Τον λένε Φάνη και το παρατσούκλι του το κόλλησε κάποιος που τον έβλεπε να φοράει το παλτό. / Το να χρωστάς στις τράπεζες είναι θηλιά στον λαιμό που πνίγει. Η Κυριακή κάθεται στο γραφείο και κοιτάζει στο τετράδιο, που γράφει τους λογαριασμούς, τι χρωστάει το μαγαζί. / Στο τραπέζι 3 στην ταβέρνα του Παπαλάμπρου κάθεται πάντα ο κυρ Ανέστης, χρόνια τώρα. Απέναντι απ' την είσοδο, δεξιά από την τηλεόραση, η θέση του. / Η Ελένη μας είχε φωνάξει να μας μιλήσει, στο σπίτι της· καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας και έπαιζε στο χέρι της μια λευκή χαρτοπετσέτα. Ήταν μεσημέρι και είχε ζέστη. / Βέβαια, και εγώ χαίρομαι που σε βλέπω. Μόνο που ντρέπομαι που είμαι 'δω μέσα. Σ' ευχαριστώ για τα τσιγάρα και τις σοκολάτες, δεν ήταν ανάγκη. / Κάθε βράδυ, αργά τη νύχτα, η Λυδία γύριζε στους δρόμους των Εξαρχείων. Την ημέρα δεν θα κυκλοφορούσε έξω, σχεδόν ποτέ. / «... και να μην έχεις να πάρεις ένα δώρο στην εγγονή σου». Η κουβέντα του γύριζε στο μυαλό μου, καθώς τον έβλεπα να περιμένει, έξω από την εκκλησία, να πιάσει δουλειά. / Ο Γιάννης και ο Μελέτης δεν είχαν παίξει τυχερά παιχνίδια ποτέ. Μόνο καμιά τριανταμία τις γιορτές, με τίποτα ψεύτικες μάρκες, έτσι για το καλό του νέου χρόνου. / Βλέπω κλήση στο κινητό, το έχω στο αθόρυβο. Είναι η Ειρήνη, η γυναίκα του αδερφού μου· δεν το σηκώνω. / Ήταν απόγευμα, ανήμερα Χριστουγέννων, το κρύο ήταν τσουχτερό, μικρές νιφάδες χιονιού άρχισαν να πέφτουν. Ο Σπύρος άνοιξε τη σιδερένια πράσινη πόρτα του κήπου και ακούστηκε ένα μακρόσυρτο τρίξιμο. / Ο Χ. κοιτάζει το ενυδρείο, που το έχει παρατημένο για καιρό ‒ όπως τον εαυτό του. Το νερό έχει βρωμίσει, όσα ψάρια ήταν μέσα έχουν πεθάνει και μόνο ένα χρυσόψαρο έχει επιβιώσει· παρόλο που δεν το φροντίζει, αυτό επέζησε. Όπως κι ο Χ. άντεξε μέσα σ' αυτή την πόλη. 

Έντεκα διηγήματα μεσαίας έκτασης, έντεκα αστικές ιστορίες ανθρώπων της διπλανής πόρτας. Ο Μπίζας φροντίζει εξ αρχής να συστήσει τους πρωταγωνιστές και τους αυτόπτες μάρτυρες, τα πρόσωπα του δράματος, να δώσει τον χώρο και τον χρόνο, με τρόπο τέτοιο που προξενεί στον αναγνώστη οικειότητα, την αίσθηση πως θα διαβάσει μια ιστορία ‒δυστυχώς‒ γνώριμη. Διηγήματα όπως αυτά συνήθως κατατάσσονται στη λογοτεχνία της κρίσης, κατηγορία που δημιουργήθηκε για να συμπεριλάβει την εκτεταμένη στροφή της εγχώριας λογοτεχνίας προς τη ρεαλιστική απεικόνιση της μεταμνημονιακής ελληνικής πραγματικότητας, κυρίως την προηγούμενη δεκαετία, στροφή που στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είχε έναν ευκαιριακό χαρακτήρα, περισσότερο εμπορικού παρά λογοτεχνικού ενδιαφέροντος. Γι' αυτό άλλωστε στο άκουσμα λογοτεχνία της κρίσης επιφυλάξεις παρά προσδοκίες γεννιούνται. Και, κατά τη γνώμη μου πάντα, ένα καλό κριτήριο διαχωρισμού, υποκειμενικό όπως τα περισσότερα λογοτεχνικά κριτήρια άλλωστε, είναι αυτό που έχει να κάνει με την ειλικρίνεια των προθέσεων. 

Η ρεαλιστική γραφή, που κινείται στο όριο της στράτευσης, απαιτεί συστατικά περαιτέρω του ταλέντου και της φαντασίας. Το ταλέντο και η φαντασία δεν είναι ικανά να καμουφλάρουν την απόσταση που χωρίζει τον γράφοντα από το γραφόμενο. Οι περπατημένοι δρόμοι φαίνονται. Ο αστικός ρεαλισμός υπήρχε και θα συνεχίσει να υπάρχει, άσχετα από την ποσότητα της παραγωγής και τα σχετικά αφιερώματα. Ο χρόνος, τελικός κριτής, θα ξεχωρίσει τη μελωδία από τον θόρυβο, τον Αργύρη Τρίκορφο και τον Σεβαστιανό από τους δεκάδες άψυχους χωρίς πρόσωπο. Στα διηγήματα του Μπίζα είναι ορατή η εκ του σύνεγγυς εμπειρία, η συναισθηματική γειτνίαση, η έλλειψη υστεροβουλίας, η ανάγκη οι ιστορίες αυτές να ειπωθούν, κανείς να μην μπορεί να πει πως δεν ήξερε, με δυσδιάκριτο το όριο μαρτυρίας και μυθοπλασίας. Η απλότητα, η γνώση πως η ιστορία από μόνη της είναι αρκετή, πως τα φτιασίδια θα της στερήσουν περισσότερα από εκείνα που θα της χαρίσουν, η αδιαφορία για χάπι εντ και πλοτ τουίστ, η αποστροφή για συναισθηματικό εκβιασμό, για τη λύπηση, για το γεμάτο ψεύτικη κατανόηση κούνημα του κεφαλιού, η επιμονή στον άνθρωπο. Ο ηρωισμός της καθημερινότητας που συνήθως περισσεύει βρίσκει εδώ τον χώρο του, συνοδευόμενος από την απελπισία και τα αδιέξοδα, χωρίς όμως σε καμία περίπτωση να αποπνέει ηττοπάθεια ή παραίτηση.

Η λογοτεχνία, λένε, μας ταξιδεύει, μας προσφέρει καταφύγιο από την πραγματικότητα. Αυτό το χαρακτηριστικό της λογοτεχνίας ‒και της τέχνης εν γένει‒ έχει δύο όψεις. Με αφορμή διάφορα συμβάντα της καθημερινότητας, όπως η πανδημία ή οι γυναικοκτονίες, ακούγονται δεξιά και αριστερά διάφορες εκκλήσεις να σταματήσουμε να ασχολούμαστε, μετά το αρχικό ενδιαφέρον και τον καταιγισμό αντιδράσεων στα κοινωνικά δίκτυα, καθώς βαρέθηκαν πια να ακούνε συνέχεια για τα ίδια και τα ίδια, δεν θέλουν άλλη μιζέρια στη μονάκριβη ζωή τους, λες και αν σταματήσει να μιλάει κανείς για τις γυναίκες που σφαγιάζονται αυτό θα πάψει να συμβαίνει, σαν να πρόκειται για τη δεύτερη σεζόν μιας σειράς που παρά τις παραινέσεις της πλατφόρμας εκείνοι τελικά δεν θα δουν. Σε συνδυασμό με την ψηφιακή εγγύτητα με τον κόσμο γύρω μας, μοιάζει η πρόσληψη της πραγματικότητας να είναι στρεβλή, οριακή. Και αν το ένα πόδι της λογοτεχνίας πατά στο φανταστικό, το άλλο ‒οφείλει να‒ πατά στον ρεαλισμό, χωρίς αυτό το πάτημα να συνεπάγεται μυθοπλαστική έκπτωση. Αλλιώς το καταφύγιο κινδυνεύει να μετατραπεί σε εξορία. Διηγήματα όπως αυτά του Μπίζα βοηθούν στη διατήρηση της σύνδεσης με όσα συμβαίνουν, τις κραυγές στα σιωπηλά και τις σκιές πίσω από κουρτίνες λεπτές, υπενθυμίζοντας πως μια ζαριά είναι αρκετή για να αλλάξουν τα κόζια.

υγ. Περισσότερα για τον Αργύρη Τρίκορφο θα βρείτε εδώ και για τον Σεβαστιανό εδώ.

Εκδόσεις Τυφλόμυγα


Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

Πολπόταμος - Τζέημς Μήτσαμ




Άσχετα με το αν πειθαρχεί κάποιος στη λίστα με την οποία προσέρχεται στο βιβλιοπωλείο, σπάνια -πια- φεύγει από εκεί μ' ένα βιβλίο που καθόλου δεν γνώριζε την ύπαρξή του λίγες στιγμές πριν. Ακόμα πιο σπάνια αυτό δεν οφείλεται σε κάποιο γαμάτο πρόσωπο της πλοκής που θα βρεθεί να προτείνει κάτι φοβερό που διάβασε τελευταία και με τέτοια σιγουριά θα σου το τείνει, που εσύ, χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς ματιά στο οπισθόφυλλο καν, θα το πάρεις στα χέρια σου και θα κατευθυνθείς στο ταμείο. Υπάρχουν όμως και εκείνες οι φορές που κατεβαίνεις τα σκαλιά για να πάρεις ένα βιβλίο, μια αγορά υπό την πίεση του χρόνου, ένα ραντεβού στο οποίο κιόλας είσαι καθυστερημένος ή ένα λεωφορείο που θα βρει τη στιγμή να περάσει στην ώρα του, και το βλέμμα σου σκαλώνει σ' ένα βιβλίο που το εξώφυλλό του δεν σου θυμίζει τίποτα και όμως ξάφνου σου δημιουργείται η επιθυμία να το διαβάσεις. Κάποιος, παλιότερα, αντιστοίχησε το συναίσθημα αυτό με εκείνο που νιώθει ένας χαρτογιακάς μπροστά σε μια ευκαιρία επένδυσης, μια αντιστοίχηση απομαγευτική μα δυστυχώς αληθής. Α, και εκείνο το βιβλίο που επειγόσουν να πάρεις;, το ξέχασες. Προφανώς. Και ίσως αυτό, κατ' εμέ, να είναι το βασικό επιχείρημα για την υπεροχή του υλικού βιβλιοπωλείου απέναντι στην ηλεκτρονική του εκδοχή.

Και σε αυτή την εποχή, που όλοι -ας μη γελιόμαστε- νιώθουμε κάτοχοι της πληροφορίας και με αυτοπεποίθηση περισσή κάνουμε πλείστα πράγματα, πόσο μάλλον τις αγορές μας, έχοντας πείσει τον εαυτό μας πως αυτό είναι κάτι το καλό, έχοντας αφήσει χωρίς δεύτερη σκέψη την έκπληξη εκτός της καθημερινότητάς μας με μια εμμονή για ολοένα και πληρέστερο έλεγχο, ξεχνώντας πως όποιος θέλει να ελέγχει είναι πιο διατεθειμένος και να ελέγχεται, σε αυτή την εποχή, έλεγα, η έκπληξη είναι κάτι το υπέροχο. Η έκπληξη να γυρνάς σπίτι με ένα βιβλίο για το οποίο δεν ξέρεις τίποτα, βιβλίο το οποίο αγόρασες γιατί κάτι όμορφα ύποπτο σου ξύπνησε το όνομα Τζέημς Μήτσαμ, κάποιο παιχνίδι, κάποια συνωμοσία, τέτοια θέλουμε εμείς οι αναγνώστες, σασπένς από την πρώτη σελίδα, από το εξώφυλλο, για να μη μιλήσω για τον τίτλο, πολπόταμος, για ποια διασταύρωση ιπποπόταμου να πρόκειται άραγε; Και στο λεωφορείο, που προφανώς έχασες γιατί το γαμημένο πέρασε στην ώρα του, ενώ το επόμενο εμφανίστηκε με είκοσι πέντε λεπτά καθυστέρηση, νιώθεις έτοιμος να διαλευκάνεις το μυστήριο αυτής της παράξενης δίχως άλλο έκδοσης, διαβάζεις το οπισθόφυλλο:
Η πλοκή του έργου είναι απλή: Νεαρός φαρσέρ στέλνει προβοκατόρικες ανώνυμες επιστολές σε τυχαίες διευθύνσεις. Μία απ' αυτές καταλήγει σε παράφρονα μεσήλικα με συλλογή όπλων και νοσταλγία για τους νεκρούς ποταμούς. Ακολουθεί αιματοχυσία.
Αυτά αρκούν για αυτό το μυθιστόρημα, το οποίο δεν είναι μυθιστόρημα πλοκής αλλά χαρακτήρων. Σκοπός του δεν είναι να αφηγηθεί μια σύνθετη ιστορία με ανατροπές και απίθανες λύσεις αλλά να φτάσει στα τρίσβαθα του ψυχισμού του ήρωα, ο οποίος δεν είναι ο νεαρός σιτού, ούτε ο παράφρων μεσήλιξ, ούτε κάποιο απ' τα θύματά τους. Ήρωας είναι το σκηνικό στο οποίο διαδραματίζεται η πλοκή, ο τόπος του δράματος, η Αθήνα, με τα ποτάμια που απώθησε στο ασυνείδητό της και τώρα ξεχύνονται κόκκινα ως οξεία ψυχωτική κρίση...
Αντί να ξεδιαλύνει, το οπισθόφυλλο οξύνει την περιέργεια του αναγνώστη, που, παρότι έχει βρει κάθισμα και μάλιστα με τη φορά της κίνησης του οχήματος ώστε να μη ζαλίζεται, εντούτοις δυσφορεί, σκέφτεται το νησί από το οποίο έφυγε τρέχοντας ο χαζός μόλις δόθηκε το κέλευσμα, τυράκι για το ποντικάκι, παραμερίζει την εισαγωγή, παρότι του ίδιου του συγγραφέα, δεν διαβάζει ποτέ, παρά στο τέλος και αν, τις εισαγωγές και τα επίμετρα και τους προλόγους, μόνο τις αφιερώσεις διαβάζει γιατί ενίοτε είναι ό,τι καλύτερο θα διαβάσει στο βιβλίο ολάκερο, προχωράει προς το κείμενο, και διαβάζει.
Οι Αθηναίοι είναι μεγάλοι μαλάκες.
Η Αθήνα θα μπορούσε να είναι Παράδεισος. Αν είχε σχεδιαστεί σύμφωνα με τα ποταμάκια της. Αν περιστρεφόταν γύρω τους, αν την διέτρεχαν ελεύθερα και η ζωή της γλεντοκοπούσε στις όχθες τους, με παιδικά καραβάκια στολισμένα με λουλούδια να ταξιδεύουν στην ροή τους και ένα πηγάδι σε κάθε αυλή. Τέτοια πράγματα.
Αντί γι' αυτό οι Αθηναίοι προτίμησαν να τα μπαζώσουν και να χτίσουν πάνω τους έναν τάφο από τσιμέντο.
Κάποιος πρέπει να εκδικηθεί για τα ποτάμια. Μέχρι να κυλήσουν, ξανά, αυτή τη φορά κόκκινα.
Ο αναγνώστης σηκώνει το βλέμμα και αντικρίζει τους συνεπιβάτες του, αναλογίζεται πόσο γραφικός θα έμοιαζε αν ξαφνικά σηκωνόταν όρθιος και τους μιλούσε για το βιβλίο αυτό, το αφιερωμένο στα μπαζωμένα ποτάμια και ρέματα της Αθήνας, για την ανάγκη τα ποτάμια αυτά να κυλήσουν ξανά, για την επιλογή του συγγραφέα να γράψει με ψευδώνυμο σε μια εποχή προβολής του εγώ, για την εμπειρία στο υπόγειο βιβλιοπωλείο που τόσο του έλειπε στο νησί, για το νησί που τόσο του λείπει τώρα. Αποφασίζει να μην το κάνει, αποφασίζει να αντισταθεί στην έλξη που ασκεί η πρώτη πρώτη φράση  στον μισανθρωπισμό που ολοένα και απλώνεται, καλύπτοντας κάθε επιφάνεια μέσα του, αποφασίζει και να αντισταθεί -παρότι με μία κάποια δυσκολία- και να μην αρχίσει να φωνάζει πόσο μαλάκες είμαστε όλοι μας και τι στο διάολο περιμένουμε, αλλά αντιστέκεται και συνεχίζει να διαβάζει τον πολπόταμο, κατεβαίνει έγκαιρα στη στάση, μια φορά μόνο του έχει τύχει να τη χάσει, και εκείνη επειδή τον είχε πάρει ο ύπνος, πτώμα από τη δουλειά, και όχι γιατί διάβαζε κάτι υπέροχο ή γιατί αποφάσισε να ακολουθήσει μια κοπέλα, αυτά συμβαίνουν σε άλλους, βλέπετε.  

Τελειώνει την ανάγνωση μέσα σε λίγες ώρες. Η αρχική θέση άμυνας για μια δήθεν ψαγμένη υπόγεια μοντερνιά υποχωρεί γρήγορα, η γαμημένη καχυποψία με την οποία οι ατάλαντοι μας έχουν δηλητηριάσει ευθύνεται γι' αυτό, γρήγορα αρχίζει να γουστάρει, η πρόζα του Μήτσαμ, παραληρηματική και εμπνευσμένη, παρασέρνει στο διάβα της διάφορες βεβαιότητες, αφήνοντας πίσω την αναγνωστική απόλαυση να ανθίσει μόνη της, παρότι δεν συμφωνεί απόλυτα με τον αφηγητή σε κάποια σημεία, παρότι νιώθει και ο ίδιος στο στόχαστρο ακόμα ακόμα του αφηγητή, και όμως η αναγνωστική απόλαυση είναι δεδομένη. Πρόζα που διανθίζεται -πόσο θα μισήσει αυτό το ρήμα ο Μήτσαμ- με αποσπάσματα συγγραφέων, αρχαίων, κλασικών και σύγχρονων, στα αρχαία και στην καθαρεύουσα, από τον Πλάτωνα μέχρι τον Βακαλόπουλο, και από τον Μπένγιαμιν και τον Απολιναίρ μέχρι τον Χρηστάκη και τον Ροΐδη, η Αθήνα -η μητρόπολη που μας αναλογεί- ζωντανεύει, και ας μην υπάρχει έξοδος από τον λαβύρινθό της, και ας μην τελειώνει αυτή η αλληλουχία κατασκευών πουθενά, και ας μην είναι ο Παράδεισος που θα μπορούσε να είναι. Και όσο οι σελίδες περνάνε το κείμενο αποκτά όλο και περισσότερο ρυθμό, η εξοικείωση του αναγνώστη σίγουρα παίζει τον ρόλο της, και η Σταδίου δεν είναι πια παρά ένα δυσώδες ρέμα, που μόνο πολύ αργότερα θα ενώσει ως οδός τα δύο κέντρα της Αθήνας, το καλό με το κακό, κάτι το οποίο έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς, καθώς τα πολυτελή μαγαζιά δίνουν σιγά σιγά τη θέση τους σε πιο δεύτερα κατηφορίζοντας προς την Ομόνοια, η Σταδίου όπως η Σκουφά/Ναυαρίνου ενώνουν δύο κόσμους διαφορετικούς, μια ευθεία γραμμή βάδισης και ολόκληροι τόμοι ανθρωπολογικού και κοινωνιολογικού ενδιαφέροντος θα μπορούσαν να γραφτούν, ιδιαίτερα από οξυδερκείς περιπατητές που πάντοτε γυρεύουν μια καλή δικαιολογία για σουλάτσο (βλ. επιτόπια έρευνα).

Και επειδή τράβηξε αρκετά αυτή η ανάρτηση, θα πρότεινα να αναζητήσετε το βιβλίο και κάπως έτσι να κλείσει το κείμενο αυτό.      

Εκδόσεις Τυφλόμυγα