(Μνήμη Κ.Μ.)
Δεν είμαι σίγουρη γιατί σου γράφω τώρα. Για να 'μαι ειλικρινής, σ' έχω σκεφτεί ελάχιστα από τότε που βρέθηκα εδώ. Αλλά ξαφνικά, ύστερα από τόσο καιρό, νιώθω ότι υπάρχει κάτι να πω, κι αν δεν το γράψω αμέσως το μυαλό μου θα εκραγεί. Δεν έχει σημασία αν θα το διαβάσεις. Δεν έχει καν σημασία αν θα σ' το στείλω -υποθέτοντας ότι μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Ίσως σου γράφω γιατί δεν ξέρεις τίποτα. Γιατί είσαι πολύ μακριά μου και δεν ξέρεις τίποτα.
Η Άννα Μπλουμ ταξίδεψε μέχρι την ακατονόμαστη εκείνη χώρα των έσχατων πραγμάτων αναζητώντας τον αδερφό της, που έφυγε για εκεί σε δημοσιογραφική αποστολή και νέα του οποίου δεν έχει λάβει κανείς εδώ και πάρα πολύ καιρό. Απόφαση που, με βάση την αντικειμενική και λογική ασφάλεια που ορίζει η συναισθηματική απόσταση, θα χαρακτηριζόταν κατά το ελάχιστο ως ριψοκίνδυνη ή και αφελής ακόμα. Εκείνη όμως έπρεπε να πάει να ψάξει τον αδερφό της. Ας μην το ονομάσουμε παρακαλώ άγνοια κινδύνου.
Εκεί αντικρίζει ένα τοπίο μετά-αποκάλυψης. Δύσκολο να υποθέσεις την ευμάρεια ακόμα και των λίγων προνομιούχων που βασιλεύουν στην κάθε δυστοπία εις βάρος του πλήθους. Η δύναμη που προσδίδει στην αφηγήτρια το ένστικτο της επιβίωσης ελάχιστα φωτίζει το μαύρο καμβά, ίσως γιατί εκείνη φρόντισε να το ξεκαθαρίσει από την αρχή κιόλας της επιστολής αυτής:
Μπορώ να σου μιλήσω για όσα είδα, για όσα δεν υπάρχουν πια, όμως αμφιβάλλω αν υπάρχει χρόνος.
Η Άννα δίνεται με πάθος σε κάθε ψίχουλο που η καθημερινότητα της προσφέρει, δημιουργεί σχέσεις, φιλικές και ερωτικές, κρατάει καλά κρυμμένη την ελπίδα πως ίσως συναντήσει τον αδερφό της, πως ίσως καταφέρει να ξεφύγει από εκεί, ελπίδα που καταφέρνει να τρυπώσει ακόμα και σε καιρούς ήδη παρελθόντες, η αναβίωση της μνήμης στο χαρτί βλέπετε. Μα πάνω απ' όλα αγωνίζεται να διαφυλάξει τη Λέξη, το δικαίωμα να συνεχίσει να ονομάζει όλα όσα χάνονται.
Και ενώ το μυθιστόρημα αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα δυστοπικής λογοτεχνίας του φανταστικού, είναι εντούτοις πολλά περισσότερα εκείνα που διεκδικεί και τελικώς επιτυγχάνει ο συγγραφέας. Είναι κυρίως η χρήση της γλώσσας εκείνη που ενδιαφέρει τον Όστερ, κάτω από ακραίες συνθήκες επιτάχυνσης της απώλειας, και λιγότερο ο αγώνας για επιβίωση της αφηγήτριας, που αποτελεί τη βάση για προβληματισμούς και σκέψεις σε σχέση με το σημαντικότερο συστατικό της τέχνης του, τις λέξεις. Ξεκινώντας από την Άννα, που μέσω της αφήγησης προσπαθεί να κρατήσει εκτός τη λήθη, και συνεκτιμώντας το σύνολο των χαρακτήρων του μυθιστορήματος είναι προφανής η σχέση, μικρότερη ή μεγαλύτερη, του καθενός με τη γλώσσα.
Δεν έχει νόημα λοιπόν ν' αγανακτώ. Ο καθένας ξεχνάει, ακόμα και κάτω απ' τις ιδανικότερες συνθήκες, και σ' ένα μέρος σαν κι αυτό, με τόσα πράγματα να εξαφανίζονται κυριολεκτικά απ' τον κόσμο, μπορείς να καταλάβεις πόσα ξεχνιούνται συνέχεια. Τελικά, το πρόβλημα δεν είναι τόσο ότι οι άνθρωποι ξεχνούν, αλλά το ότι δεν ξεχνάνε πάντα το ίδιο πράγμα.
Ο επιστολικός χαρακτήρας της αφήγησης, με τη δευτεροπρόσωπη απεύθυνση, σου δημιουργεί την αίσθηση μιας δυναμικής εμπλοκής, κυρίως στην ένοχη σκέψη πως ετούτη η επιστολή ίσως να μην έφτασε ποτέ στον επιθυμητό για τη συντάκτρια αποδέκτη της, αλλά στα χέρια σου, και ίσως τώρα εσύ να αποτελείς ένα λαθραναγνώστη.
Μετάφραση Άρης Σφακιανάκης
Εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου