Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

Η βαρύτητα των σχέσεων - Marianne Fritz


 
Η Βιλελμίνε θυμόταν με ακρίβεια τα γεγονότα του έτους 1945. Την αλυσίδα με τη μικρή Μαντόνα δεν την είχε περάσει στον δικό της λαιμό ο Βίλελμ, αλλά στον λαιμό της Μπέρτας. Και αυτό παρ' όλο που η Μπέρτα, και όχι αυτή, η Βιλελμίνε, δεν ήταν πια παρθένα, πράγμα για το οποίο η κοιλιά της Μπέρτας αποτελούσε μια ασφαλή ένδειξη. Στο όνομα όλων των δεσμών φιλίας που τη συνέδεαν με την Μπέρτα, η Βιλελμίνε όφειλε να παραδεχτεί ότι η Μπέρτα ταίριαζε περισσότερο ίσως με τον Ρούντολφ, σίγουρα σε καμιά περίπτωση με τον Βίλελμ.
Η ιστορία που επιλέγει να διηγηθεί η Μαριάννε Φριτς είναι αρκετά γνωστή, επαναλαμβανόμενη στην ανθρώπινη ιστορία, ειδικά στο τέλος των πολέμων. Ο Βίλελμ θα εκπληρώσει την υπόσχεση που έδωσε στον Ρούντολφ στο μέτωπο και θα ταξιδέψει μέχρι το χωριό του μεταφέροντας τα κακά μαντάτα στην Μπέρτα. Η Βιλελμίνε τα θυμόταν όλα αυτά με ακρίβεια, ύστερα από πολλά χρόνια: την άφιξη του Βίλελμ, τον γάμο με την κιόλας έγκυο Μπέρτα, όλα όσα ακολούθησαν.

Δικαιολογημένα θα αναρωτηθεί κανείς γιατί μπορεί να μας ενδιαφέρει μια ιστορία τόσο κοινή, τόσο απλή, μια ιστορία που, με τη μια ή την άλλη διαφορά -μικρή σημασία έχει αυτό- έχει πολλάκις ειπωθεί, όχι μόνο στη λογοτεχνία, αλλά και στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, ιστορία που με μια πρώτη ματιά δεν διαθέτει την απαραίτητη μαγιά από την οποία είναι φτιαγμένη η μεγάλη λογοτεχνία. Αξίζει εδώ κανείς να αναρωτηθεί αν είναι η ιστορία ή η αφήγηση που σημαίνει τη μεγάλη λογοτεχνία. Αν δεν βιαστεί, και αφού πρώτα φέρει στον νου του τις ιστορίες εκείνες που τον μάγεψαν, πιθανολογώ πως θα απαντήσει πως είναι ο τρόπος εκείνο που μετράει. Θα μπορούσε να φτάσει κανείς στο συμπέρασμα αυτό και από άλλον δρόμο, αναλογιζόμενος πρώτα αν είναι δυνατό ένας κακός γραφιάς να αξιοποιήσει μια δυνατή ιστορία, και ακολούθως αν ένας ικανός γραφιάς μπορεί να παράγει λογοτεχνία με τα πιο απλά συστατικά. Δεν αντιλέγω, υπάρχει και η ευτυχής συγκυρία που ένας ικανός συγγραφέας αφηγείται μια σπουδαία ιστορία, σύμφωνοι, δεν συμβαίνει όμως και τόσο συχνά αυτό.

Ταυτόχρονα ίσως αναρωτηθεί ο αναγνώστης τι ήταν εκείνο που κίνησε το ενδιαφέρον και γέννησε την ανάγκη μιας συγγραφέως ικανής, όπως η Φριτς, να αφηγηθεί μια ιστορία όπως αυτή. Πριν από περίπου έναν χρόνο, διαβάζοντας το Ένας έρωτας του σπουδαίου Ντίνο Μπουτζάτι, αναρωτήθηκα ξανά κάτι αντίστοιχο. Επιχειρώντας να διακρίνω τα συγγραφικά κίνητρα πίσω από μια τέτοια επιλογή, φλέρταρα με την ιδέα μιας κρυφής σατιρικής διάθεσης, καταλήγοντας -εν πολλοίς αυθαίρετα- πως, ακόμα και αν η σάτιρα αποτέλεσε το αρχικό σημείο εκκίνησης, τελικά ο συγγραφέας αγάπησε τον ήρωά του και επιχείρησε να τον καταλάβει. Κάτι αντίστοιχο σκέφτομαι και για την περίπτωση της νουβέλας αυτής. Το ύφος της αφήγησης έχει μια υπόνοια ειρωνείας, δημιουργεί την αίσθηση μιας απόστασης ανάμεσα στη συγγραφέα και τον κόσμο γύρω της, κόσμο που μοιάζει να της προκαλεί ασφυξία και αποστροφή. Ίσως ύπουλα, λοιπόν, να επιλέγει ένα πρόσωπο όπως αυτό της Μπέρτας για να λειτουργήσει ως ένα -κατ' αναλογία πάντα- άλτερ έγκο, στο οποίο στρέφει την ειρωνεία της, για να υποσκάψει εκ των έσω όσα δεν αντέχει η ίδια στις κοινωνικές συμβάσεις ή ακόμα και στην ίδια τη λογοτεχνία.

Την Μπέρτα την τοποθετεί εξ αρχής στο στόχαστρο της Βιλελμίνε, η οποία ξέρει καλά με ποιον θα ταίριαζε καλύτερα εκείνη, και μάλλον ξέρει γενικότερα τι θα ήταν καλύτερο για τη Μπέρτα, πώς θα ήταν προτιμότερο να ζήσει τη ζωή της, και αν τη ρωτούσε κανείς δεν θα έχανε την ευκαιρία να το πει, συμπληρώνοντας αναπόφευκτα πως αν την είχε ακούσει τότε τα πράγματα δεν θα είχαν εξελιχθεί κατά αυτόν τον τρόπο. Και είναι χαρακτηριστικό αυτό της κάθε κοινωνίας, η διάθεση για υπόδειξη της μανιέρας για να ζει ο άλλος, η τάση για τεντωμένο δάκτυλο, αυτό που δημιουργεί ασφυξία σε όποιον νιώθει -και είναι- διαφορετικός, αρνούμενος να δεχτεί την ύπαρξη ενός και μόνου σχεδίου πλοήγησης. Και αν υποθέσει κανείς πως αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Φριτς θέλησε να αφηγηθεί την ιστορία αυτή, τότε, κάτι αντίστοιχο ίσως να εξηγεί και τον αντισυμβατικό τρόπο με τον οποίο επιλέγει να την αφηγηθεί. Για μια ιστορία όπως αυτή, μιας φτωχής εγκύου που χάνει τον άντρα της στον πόλεμο και παντρεύεται τον σύντροφό του από το πεδίο της μάχης και όλα όσα φέρνει στην συνέχεια η ζωή, θα περίμενε κανείς την επιλογή μιας γραμμικής αφήγησης, με λιτά εκφραστικά μέσα, έτσι ώστε να τονιστεί η τραγικότητα της μοίρας των ηρώων και να γίνει πιο άμεση η επίκληση στο συναίσθημα. Όμως η Φριτς διαλέγει άλλον δρόμο, πιο περίπλοκο, πιο προσωπικό, πιο αποσπασματικό. Χωρίζει την αφήγηση της σε μικρά κεφάλαια, των οποίων οι τίτλοι θυμίζουν κάτι από βινιέτες του βωβού σινεμά. Ο πρώτος πρώτος τίτλος μοιάζει να περιγράφει τα παραπάνω με ακρίβεια: Η Βιλελμίνε δεν είναι Μπέρτα. Η Φριτς δεν αφηγείται γραμμικά, κάτι το οποίο, εκτός των άλλων, προσδίδει ένα σασπένς ως προς το τι ακριβώς συνέβη, κάτι που όμως έχει ως τίμημα ένα πιο κακοτράχαλο -πλην όμως απολαυστικότατο- αναγνωστικό μονοπάτι.

Η βαρύτητα των σχέσεων μου άρεσε με τον τρόπο που μου άρεσε και Η ώρα του αστεριού της υπέροχης Κλαρίσε Λισπέκτορ, για τον απολαυστικά υπονομευτικό του χαρακτήρα, για την προβοκατόρικη διάθεσή της συγγραφέως να ασχοληθεί με την πρώτη ύλη της συναισθηματικής -κατά πολλούς γυναικείας- λογοτεχνίας με τους δικούς της όμως όρους, χωρίς να κάνει εκπτώσεις και οπισθοχωρήσεις. Απόλαυσα τον υπνωτιστικό τρόπο με τον οποίο η Φριτς με παρέσυρε στο οχυρό της, τον τρόπο με τον οποίο τελικά με ενέπλεξε στην ιστορία της Μπέρτας. Νουβέλα βαθιά ανθρώπινη, παρά τον εγκεφαλικό χαρακτήρα της κατασκευής της, παρά τη λεπτή κρούστα μισανθρωπισμού που την καλύπτει, ανθρώπινη όπως και η λογοτεχνία του Μπέρνχαρντ άλλωστε.  

υγ. Για το μυθιστόρημα του Μπουτζάτι Ένας έρωτας μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ, ενώ για το Η ώρα του αστεριού της Λισπέκτορ εδώ.
  
Μετάφραση Βασίλης Τσαλής
Εκδόσεις Γαβριηλίδης  

1 σχόλιο:

  1. Μια διόρθωση. Ελπίζω να μην ενοχλεί το σχόλιο - και να σβηστεί φυσικά αμέσως αφού δεν λέει και τίποτα. Τρίτη παράγραφος, τελευταίες σειρές: παραγάγει αντί παράξει. Μιχάλης

    ΑπάντησηΔιαγραφή