Πέρυσι τον Δεκέμβρη, συντάσσοντας τη λίστα με τα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το '22, ανάμεσά τους και το Σανταράμ, έγραφα: «Πίστευα πως το βιβλίο αυτό θα ήταν ένα μεγάλο μέρος του Αυγούστου μου. Μια μεγάλη, χορταστική αφήγηση, δίπλα στο κύμα, ανάμεσα σε βουτιές, καφέδες και μπύρες. Ξέρετε τι λένε για τα σχέδια όμως, ε; Και καμία σημασία δεν έχει ποιον κατηγορεί καθένας ως αυτουργό. Αλλά πού θα πάει, θα έρθει η στιγμή που η πραγματικότητα θα γίνει τόσο δυσβάσταχτη, για ακόμα μια φορά, που η καταφυγή σε μια παράλληλή της θα είναι μονόδρομος. Άλλωστε, η πίστη πως θα το χρειαστώ το βιβλίο αυτό είναι που με κάνει να αρνούμαι την τηλεοπτική του μεταφορά». Και τα έφερε έτσι η ζωή που το Σανταράμ ήταν όντως το μεγαλύτερο μέρος του Αυγούστου μου, απλά με έναν χρόνο καθυστέρηση.
Και μόνο το βιογραφικό σημείωμα στο αυτάκι του βιβλίου να διαβάσει ο αναγνώστης σχετικά με τον Γκρέγκορι Ντέιβιντ Ρόμπερτς, θα νιώσει πως, ακόμα και αν επρόκειτο για μυθοπλαστική σύνθεση, διαθέτει το στοιχείο της υπερβολής. Αντίστοιχα νιώθω κάθε φορά που επανέρχομαι στη βιογραφία τού Τομ Ρόμπινς. Ήταν ήδη προφανές πως το περιεχόμενο του βιβλίου αυτού, σχετικά με την πολυετή παρουσία τού συγγραφέα στην Ινδία, θα ήταν ανάλογο και σε περιεχόμενο, εκεί που η πραγματικότητα υπερβαίνει τη φαντασία και τη λογοτεχνική επινόηση, ένα αρκετά έκκεντρο μεμουάρ με αρκετό πασπάλισμα εξωτισμού απόρροια της ίδιας της χώρας. Εκείνο που κυρίως με δελέασε για να διαβάσω το Σανταράμ ήταν η έννοια της ξενότητας, ένας άνθρωπος που φτάνει σε μια χώρα έξω από τη γνώριμη σύσταση και λειτουργία που έχουμε οι κάτοικοι του δυτικού κόσμου. Δεν ανέμενα κάτι ανάλογο των βιβλίων του Μπόουλς ή του Τσάτουιν, οι προσδοκίες μου, σε επίπεδο λογοτεχνίας, δεν ήταν τόσο υψηλές, ενώ και το πλαίσιο ήταν εξαρχής αντιδιαμετρικά διαφορετικό.
Δραπέτης από τις αυστραλιανές φυλακές, ο Ρόμπερτς, με πλαστά ταξιδιωτικά έγραφα, θα βρεθεί στην Ινδία. Το παρόν βιβλίο αποτελεί την καταγραφή της εκεί εμπειρίας του. Το γεγονός πως η προσέγγισή μου απέναντι στο βιβλίο ήταν εξαρχής λογοτεχνική και όχι ρεπορταζιακή με απάλλαξε από το μικρόβιο της αμφισβήτησης. Θέλω να πω πως δεν με ένοιαζε να εξακριβώσω την ειλικρίνεια και την πραγματικότητα των γεγονότων. Ακόμα και αν φαντάστηκε το μεγαλύτερο μέρος των όσων περιγράφει, αυτό ήταν κάτι που δεν με απασχόλησε στιγμή και δεν αποτέλεσε σε καμία περίπτωση κριτήριο σχετικά με την απόλαυση που μου χάρισε εν τέλει το βιβλίο αυτό. Η αλήθεια είναι πως στην προκειμένη περίπτωση το περιεχόμενο υπερβαίνει τη λογοτεχνική αξία, είναι αυτό, δηλαδή, που κυρίως χαρακτηρίζει το Σανταράμ, τα ίδια τα γεγονότα και η διαδοχή τους αποτελούν το κυρίως καύσιμο για την ανάγνωση του βιβλίου αυτού.
Αν και σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για ένα κακογραμμένο βιβλίο, υπάρχουν λογοτεχνικά στοιχεία που το βαραίνουν. Ο Ρόμπερτς διέθετε συγγραφική φιλοδοξία, υποκινούμενος ίσως από την ίδια την εμπειρία του στην Ινδία, μια σπουδαία ιστορία, σχεδόν απίστευτη, από την οποία κατάφερε να βγει ζωντανός. Δεν ήθελε απλώς να κάνει μια ημερολογιακή καταγραφή των γεγονότων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δοκιμάσει, στιγμές στιγμές, έναν λόγο πιο ποιητικό, να χρησιμοποιήσει αρκετούς επιθετικούς προσδιορισμούς, να αποπειραθεί να προσδώσει μια λογοτεχνικότητα. Αυτό είναι ένα μειονέκτημα του βιβλίου, που του στερεί την ευκολία στο γύρισμα των σελίδων, που το κάνει λίγο πιο δύστροπο από εκείνο που του αναλογούσε. Η φύση της γραφής, ο αφηγητής που είναι και πρωταγωνιστής της ιστορίας, αναπόφευκτα τοποθετεί ένα τεράστιο, διαρκώς παρόν, εγώ. Κάποιες στιγμές μοιάζει να επιδιώκει κάπως βεβιασμένα να ανυψωθεί στο ίδιο επίπεδο των γεγονότων, με αποτέλεσμα να υπάρχει μια υπόνοια ηρωικής χροιάς, μια ιδιότυπη εγωπάθεια, μια απόπειρα επιτηδευμένης σύνθεσης του εαυτού, που δεν αναδύεται ομαλά και μέσα από την ίδια την ανάγνωση, αλλά προσφέρεται, κάποιες στιγμές, ως μασημένη τροφή, μια υπόνοια πως γυρεύει τον θαυμασμό και τον εντυπωσιασμό. Θυμίζει κάπως τις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις της αστυνομικής λογοτεχνίας, όταν ο ιδιωτικός αστυνομικός αναφέρεται στον χαρακτήρα του αλλά και στον συναισθηματικό του κόσμο επεξηγώντας πώς αυτό επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τα γεγονότα και τις καταστάσεις. Δεν με πείραξε ιδιαίτερα αυτό, ήταν μια σύμβαση που σύντομα την αποδέχτηκα και τη συνήθισα.
Από την άλλη, αυτή η διαρκής παρουσία του εγώ αναδεικνύει ικανοποιητικά την αίσθηση του ξένου, το πώς δοκιμάζει να ενταχθεί και να επιβιώσει κάποιος σε ένα περιβάλλον ανοίκειο του οποίου το λεξιλόγιο δεν το κατέχει. Η σταδιακή κατανόηση εκ μέρους του Ρόμπερτς του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η ινδική κοινωνία αποδεικνύεται ιδιαίτερα λειτουργική, καθοδηγητική για τον αναγνώστη σε ένα εξωτικό περιβάλλον. Είναι ένα σημείο που ο συγγραφέας τα καταφέρνει καλά, φροντίζοντας να μην αναμείξει την εμπειρία με τη μετέπειτα γνώση, πέρα από κάποιες παρεκβάσεις και προοικονομίες απαραίτητες για την προώθηση της πλοκής και τη σύνδεση των γεγονότων. Το περιβάλλον, η Ινδία δηλαδή, κατέχει αναπόφευκτα πρωταγωνιστικό ρόλο. Αναγνωρίζω στον Ρόμπερτς πως δεν προσπάθησε να πουλήσει εξωτισμό, πέρα από κάποιες ποιητικές περιγραφές, όπως προείπα. Η αποφυγή αυτή βοηθάει να αναδυθεί η αγωνία της επιβίωσης που αποτελεί και τον κυρίως πυρήνα της ιστορίας του. Αυτή άλλωστε είναι η συνθήκη της παρουσίας του εκεί, σε αυτή την ιδιότυπη ομηρία στην οποία βρίσκεται όντας φυγάς. Το Σανταράμ δεν είναι οι αναμνήσεις ενός πλάνητα που βρέθηκε στην Ινδία με ένα σακίδιο στην πλάτη και αυτό καλό είναι να το γνωρίζει ο επίδοξος αναγνώστης αν πιστεύει πως θα διαβάσει κάτι μαγικό και εξωτικό, με χρώματα και αρώματα, καθώς εδώ κυριαρχεί το μαύρο και η αποφορά, η πραγματικότητα δηλαδή.
Αν και για μένα το γεγονός πως είναι μια πραγματική ιστορία, έστω με τις παρεμβάσεις και τις αλλοιώσεις της αφήγησης, δεν αποτέλεσε κυρίαρχο αναγνωστικό παράγοντα, αντιλαμβάνομαι πως για αρκετούς αναγνώστες θα λειτουργήσει κατ' αυτόν τον τρόπο. Πραγματικά ή επινοημένα, τα όσα ήρθε αντιμέτωπος ο Ρόμπερτς αποτελούν μιας πρώτης τάξεως υλικό προς αφήγηση. Όπως προείπα, το περιεχόμενο εδώ υπερβαίνει των άλλων λογοτεχνικών συστατικών, είναι μια σύμβαση την οποία ο αναγνώστης οφείλει να δεχτεί, ειδάλλως θεωρώ πως, αργά ή γρήγορα, θα απορρίψει το βιβλίο. Διαβάζοντας όσα ως τώρα έγραψα αντιλαμβάνομαι πως στάθηκα κυρίως στις αδυναμίες του βιβλίου αυτού. Και αυτό συνέβη ακριβώς γιατί, παρότι είχα όλα τα χαρτιά φανερά, διάβασα το βιβλίο αυτό ως μυθιστόρημα και όχι ως μεμουάρ.
Ωστόσο, οι προσδοκίες που είχα για το Σανταράμ ικανοποιήθηκαν σε μεγάλο, αν και όχι σε απόλυτο, βαθμό. Η ξενότητα, η καταιγιστική δράση, η ανοίκεια, σε όλα τα επίπεδα εκτός ίσως του τουριστικού, ινδική συνθήκη και η μεγάλη απόσταση της πραγματικότητάς μου από εκείνη του Ρόμπερτς ήταν που με κράτησαν στην ανάγνωση παρά τις όποιες λογοτεχνικές ενστάσεις κατέγραψα παραπάνω. Η διαρκής πάλη ανάμεσα στο ηρωικό και το αντιηρωικό, η δυσκολία ταύτισης ή ενσυναίσθησης με τον ίδιο τον πρωταγωνιστή είναι καθοριστική, η εναλλαγή συμπάθειας και αντιπάθειας, επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, χτίζει σταδιακά μια ιδιαίτερη αναγνωστική σχέση, αρκετά ιδιαίτερη και μάλλον περίπλοκη, σχέση που συνεχίζει να λειτουργεί και μετά το τέλος της αφήγησης. Υπάρχει και μια ωραία, δυνατή ερωτική ιστορία, η οποία ζέχνει ρεαλισμό, ένα καλοδεχούμενο αντίδωρο.
Ένα σίγουρα ιδιαίτερο βιβλίο.
υγ. Την ανάρτηση για τα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το '22 θα τη βρείτε εδώ. Για τα βιβλία του Μπόουλς: Τσάι στη Σαχάρα (εδώ), Ψηλά πάνω από τον κόσμο (εδώ), Ο καιρός της φιλίας (εδώ). Για τα βιβλία του Τσάτουιν: Ουτς (εδώ), Στην Παταγωνία (εδώ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου