Τα βιβλία του Μπαρθ πέρασαν μάλλον αδιάφορα κατά την κυκλοφορία τους στη χώρα μας, εξ ου και παραμένουν από χρόνια εξαντλημένα. Της Πλωτής όπερας είχε προηγηθεί Το τέλος του δρόμου, βιβλίο το οποίο, με αρκετή δόση τύχης, είχα βρει σε κάποια εξόρμηση στα παλαιοβιβλιοπωλεία. Η τότε ανάγνωση είχε εν πολλοίς δικαιολογήσει τα λόγια θαυμασμού που διάβαζα εδώ και εκεί, ενώ το κείμενο εκείνο έκλεινε με τις μηχανές αναζήτησης της Πλωτής όπερας στο φουλ. Ήμουν εκ νέου τυχερός. Ο Κ. είχε το βιβλίο που έψαχνα και έψαχνε το βιβλίο που εγώ είχα. Η ανταλλαγή έγινε επί ίσοις όροις. Από τότε πέρασαν αρκετά χρόνια.
Όταν θυμήθηκα το βιβλίο αυτό, διάβαζα
Γουάλας, το Κορίτσι με τα παράξενα μαλλιά. Ένα νήμα, καθόλου αναπάντεχο, οδηγούσε στα μέσα του
προηγούμενου αιώνα και τη γέννηση του αμερικανικού μεταμοντερνισμού του
οποίο ο Μπαρθ υπήρξε βασικός εισηγητής. Δεδομένα, θεωρώ, υπήρξε ένας από
τους συγγραφείς που ο Γουάλας μελέτησε ενδελεχώς, μια προφανής επιρροή
στο μετέπειτα έργο του. Πρόσθετο ενδιαφέρον παρουσίαζε το γεγονός πως Η πλωτή όπερα
υπήρξε το πρώτο, αρκετά περιπετειώδες, εκδοτικό βήμα του Μπαρθ, αρκετό
καιρό πριν καθιερωθεί στα λογοτεχνικά πράγματα και ταυτιστεί με το
μεταμοντέρνο campus novel. Κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα.
Λοιπόν. Το όνομά μου είναι Τοντ (Todd) Άντριους. Γράφεται με ένα ή με δύο d· λαβαίνω επιστολές με το όνομά μου γραμμένο και με τους δύο τρόπους. Σε αποτρέπω πάντως από το να θεωρήσεις ότι γράφεται με ένα d, από φόβο μην σκεφτείς, «Tod στα γερμανικά σημαίνει θάνατος: μπορεί το όνομα να είναι συμβολικό». Εγώ ο ίδιος το γράφω με δύο d, εν μέρει για να αποφεύγω τέτοιους συμβολισμούς. Τελικά όμως δεν έχει νόημα να σε αποτρέψω, κι αυτό διότι μόλις μου πέρασε από το μυαλό ότι το Τοντ με δύο d είναι επίσης συμβολικό, και δικαίως. Tod σημαίνει θάνατος, και το βιβλίο δεν ασχολείται πολύ με το θάνατο· ο Todd είναι παρ' ολίγον Tod –δηλαδή, παρ' ολίγον θάνατος– και το βιβλίο, αν το γράψω τελικά, θα έχει πολύ μεγάλη σχέση με τον παρ' ολίγον θάνατο.
Η παραπάνω παράγραφος, κάπου στις πρώτες σελίδες της Πλωτής όπερας συμπυκνώνει σε μεγάλο βαθμό διάφορες από τις παραμέτρους του μυθιστορήματος αυτού, σε βαθμό τέτοιο που θα μπορούσε άνετα να σταθεί και ως μια παράδοξη, αλλά ταυτόχρονα λειτουργική, περίληψη: το πρώτο πρόσωπο της αφήγησης μας συστήνεται και μας απευθύνεται ευθέως, ενώ και η διαδικασία της γραφής του βιβλίου τοποθετείται εξ αρχής στον πυρήνα της πρόζας· κάποια από τα βασικά στοιχεία του μεταμοντερνισμού εντοπίζονται εδώ. Την ίδια στιγμή, μαζί με το ύφος της γραφής, –σ' ένα μόνο από τα αρκετά παιχνίδια, με άθροισμά τους το ίδιο το βιβλίο– το λεκτικό παιχνίδι με το όνομά του, το σχετικό με τον παρ' ολίγον θάνατο, ισχυρίζεται πως μόλις του πέρασε από το μυαλό, γεγονός που καθιστά τον αφηγητή ύποπτο για αναξιοπιστία, βέβαια, ήμασταν κιόλας προκατειλημμένοι· κάποιος που αφηγείται τη ζωή του θεωρείται κιόλας ύποπτος. Η κυρίως δράση τοποθετείται στη διάρκεια μιας μέρας, κατά την οποία ο Τοντ είχε αποφασίσει να αυτοκτονήσει, απόφαση που τελικά δεν τήρησε, ένας παρ' ολίγον θάνατος, λοιπόν.
Ο Τοντ, από χρόνια, κρατάει αναλυτικές σημειώσεις για τη ζωή του, ακολουθώντας ένα προσωπικό και σύνθετο τρόπο αρχειοθέτησης. Βασικό ζητούμενο της Έρευνας είναι να καταλάβει τους λόγους που οδήγησαν τον πατέρα του, πετυχημένο δικηγόρο αλλά όχι οξυδερκή επενδυτή, στην αυτοκτονία. Η αυτοκτονία του πατέρα του ήταν εκείνη που του άνοιξε τις πόρτες για μια επικερδή καριέρα στα νομικά, καθώς, ξαφνικά, προστέθηκαν στο ως τότε προβληματικό και ελλιπές πελατολόγιο του όλοι όσοι εμπιστευόντουσαν τις υποθέσεις τους στον εκλιπόντα. Ο Τοντ ισχυρίζεται πως δεν είναι σίγουρος για την ακριβή ημερομηνία κατά την οποία επρόκειτο να αυτοκτονήσει, ήταν είτε η 21η είτε η 22η Ιουνίου του 1937, στοιχείο που προστίθεται στο κατηγορητήριο περί αναξιοπιστίας, καθώς μοιάζει μάλλον απίθανο κάποιος άνθρωπος όπως ο Τοντ, που με περισσή σχολαστικότητα κρατάει τα πρακτικά της ζωής του, να μην θυμάται με ακρίβεια μια τόσο σημαντική μέρα. Το βιβλίο είναι στην ουσία μια εκ των υστέρων ανάληψη των γεγονότων εκείνων, και ειδικότερα της μέρας της παρ' ολίγον αυτοκτονίας του, αλλά και των πολλών σκέψεων επί αυτών.
Υπενθυμίζεται εδώ πως Η πλωτή όπερα υπήρξε το πρωτόλειο μυθιστόρημα του Μπαρθ και αυτό γίνεται για να προσδώσει επιπλέον δέος στον αναγνώστη για τον τρόπο με τον οποίο έλαβε και εφάρμοσε τις απαραίτητες για τη στατικότητα της κατασκευής επιλογές, την αυτοπεποίθηση με την οποία δεν διστάζει να παίξει το παιχνίδι της γραφής, να δοκιμάσει τα όρια του αντιθετικού ζεύγους κωμικού και τραγικού, να κρύψει την όποια διεργασία και σκέψη πίσω από το παραβάν ενός ανέμελου προσωπικού στοχασμού, να περιδιαβεί, ακολουθώντας τον αφηγητή του, φαινομενικά αγόγγυστα το αγωνιώδες μονοπάτι του υπαρξισμού, να βγάλει τη γλώσσα στον θάνατο αλλά και στην αυτοκτονία, απαντώντας μ' ένα σήκωμα του ώμου σ' ένα από τα μεγαλύτερα φιλοσοφικά διλήμματα του περασμένου αιώνα όπως ο Καμύ το έθεσε, να καταστήσει εν τέλει συμπαθή τον αφηγητή του που μάλλον για το αντίθετο μοιάζει να μοχθεί, δίνοντάς του διαστάσεις ανθρώπινες και όχι ηρωικές, να δώσει επίσης βάθος στον αρχικά ρηχό ορίζοντα αναγνωστικών προσδοκιών, να αναφερθεί στο αμερικάνικο όνειρο εξ αντανακλάσεως και να προκαλέσει δυσανεξία στο συντηρητικό κομμάτι της κοινωνίας, με λίγα λόγια, να φωνάξει: καλησπέρα σας, είμαι ο Τζον Μπαρθ.
Επιστρέφοντας στην άλλη πλευρά του νήματος, στον Γουάλας δηλαδή, και έχοντας πάντοτε υπόψη την εκ του σύνεγγυς ματιά στο λογοτεχνικό ποτάμι, μπορεί κανείς να διαπιστώσει το πώς ενσωματώνεται αρμονικά και αξιοποιείται κατάλληλα η καλά χωνεμένη επιρροή. Ανάμεσα σε άλλα, πολλά από τα οποία εμφανίζονται στα παραπάνω (φαινομενικά και μόνο) αντιθετικά ζεύγη, εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν ο τρόπος με τον οποίο ο Μπαρθ διαχειρίζεται με ευκολία το υψηλό και το χαμηλό, το σπουδαίο και το κατακάθι, κάτι το οποίο ο Γουάλας το οδήγησε σε δυσθεώρητα ύψη, αλλά και το πώς καταφέρνει να προσφέρει αναγνωστική απόλαυση σε κομμάτια που στην περιγραφή τους και μόνο κάποιος θα έπαιρνε το ρίσκο να τα παραβλέψει, και εδώ αναφέρομαι κυρίως στις σελίδες εκείνες της νομικής σκέψης, τον σχεδιασμό της στρατηγικής βήμα προς βήμα. Θυμήθηκα τον Χλωμό βασιλιά, για χάρη του οποίου ο Γουάλας παρακολούθησε αρκετά μαθήματα οικονομικών, και πέτυχε να μιλήσει για την πλήξη από το κεντρικό της παράρτημα εκείνο της φορολογικής υπηρεσίας, το βασίλειο των βασιλείων της γραφειοκρατίας.
Η πλωτή όπερα, ένα σκάφος το οποίο περιοδεύει από θαλάσσης και που διαδραματίζει, σε μια από τις ελάχιστες διασωθείσες εκ των προτέρων αναγνωστικές βεβαιότητες, καταλυτικό ρόλο στην ιστορία αυτή, είναι ίσως το πλέον εγκιβωτισμένο στην ίδια την πρόζα λογοτεχνικό, και όχι μόνο, μανιφέστο, ο αποσπασματικός και κατακερματισμένος τρόπος με τον οποίο λειτουργούμε ως παρατηρητές του τριγύρω κόσμου. Μια ευτυχής συγκυρία που με έκανε να διαβάσω ένα βιβλίο το οποίο διαρκώς παραχωνόταν όλο και βαθύτερα σε σημεία της βιβλιοθήκης που ούτε η σκόνη πια δεν φτάνει. Και επειδή τέτοια βιβλία πάντοτε οδηγούν σε άλλα, μέσα από ευθείς ή πλάγιες διαδρομές, σκέφτομαι έντονα πως κάποια στιγμή θα ήθελα να διαβάσω ξανά τον Συνασπισμό ηλιθίων του Τουλ. Παράλληλα, βέβαια, πρέπει για ακόμα μια φορά να θέσω στο φουλ τις μηχανές αναζήτησης για κάποιο από τα υπόλοιπα εξαντλημένα βιβλία τού Μπαρθ. Αν υπάρχει κάποιος πρόθυμος ας μου σφυρίξει.
υγ. Η έκδοση του βιβλίου, με το τόσο ταιριαστό εξώφυλλο από το Stranger than paradise του Τζάρμους, είναι κάτι παραπάνω από άρτια. Η εισαγωγή του συγγραφέα, αλλά και το επίμετρο του ίδιου, στο οποίο μεταξύ άλλων αναφέρεται και στις λύσεις που του προσέφερε η ανάγνωση του σπουδαίου Βραζιλιάνου Μαρία Ματσάδο ντε Άσις. Στο άκρως κατατοπιστικό και ικανοποιητικής έμπνευσης επίμετρο του Δημήτρη Τζιόβα, διαβάζουμε: «Οι συγγραφείς που –ο Μπαρθ– ξεχωρίζει ως τους πιο αντιπροσωπευτικούς του μεταμοντερνισμού είναι ο Ίταλο Καλβίνο και ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, λέγοντας ότι αν ο Θερβάντες ήταν το υπόδειγμα του προμοντερνισμού, ο Μπόρχες υπήρξε η εμβληματική dernier cri του μοντερνισμού και ταυτόχρονα η γέφυρα ανάμεσα στο τέλος του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα, ενώ ο Γκαρσία Μάρκες αποτελεί τον αξιοζήλευτο διάδοχό του, όντας ένας υποδειγματικός μεταμοντερνιστής και ένας απαράμιλλος τεχνίτης της αφήγησης. Ο λόγος που ξεχωρίζει τον Καλβίνο και τον Μάρκες ως τους πιο αντιπροσωπευτικούς μεταμοντερνιστές είναι γιατί εκφράζουν τη σύνθεση του παλιού με το νέο, κάτι που και ο ίδιος επιχειρεί σε αρκετά μυθιστορήματά του».
υγ.2 Για Το τέλος του δρόμου περισσότερα θα βρείτε εδώ, για το Κορίτσι με τα παράξενα μαλλιά εδώ, για τον Συνασπισμό ηλιθίων εδώ, για το Δύσκολοι έρωτες του Καλβίνο εδώ, ενώ για τον Έρωτα στα χρόνια της χολέρας του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου