Γεννημένος το 1940, ο Μιχάλης Φακίνος, δημιουργικά ανήσυχος, συνεχίζει, συχνά πυκνά, τις λογοτεχνικές του εμφανίσεις. Πολυγραφότατος και ακάματος, μάλλον παραγνωρισμένος από το ευρύ κοινό, ακολουθεί ένα προσωπικό μονοπάτι μέσα στο χρόνια, που, σε αντίστιξη ίσως με την ηλικία του, τον οδηγεί σε ολοένα και πιο μεταμοντέρνα, κρυπτικά μα όχι απροσπέλαστα, κατασκευάσματα, εκεί που το παράλογο συγκατοικεί με την πραγματικότητα, η υπαρξιακή αγωνία με την παιγνιώδη διάθεση, επιμένοντας σε αυτό το προσωπικό όραμα, γνωρίζοντας πως δύσκολα θα βρεθεί σε μια λίστα με ευπώλητα, αδιαφορώντας γι' αυτό. Στα τέλη της χρονιάς που πέρασε κυκλοφόρησε ένα ακόμα μυθιστόρημα, το Ρετούς, δυο χρόνια μετά Το πέτρινο 8, πάντα από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Είναι η ιστορία της Ρετούς, που αυτό δεν είναι το βαφτιστικό της όνομα, αλλά εκείνο που της χάρισε ο, εκλιπών πια, θείος Τέλης, φωτογράφος στο επάγγελμα, με τον οποίο η Ρετούς περνούσε αρκετές ώρες στο φωτογραφείο, επεμβαίνοντας στις φωτογραφίες, ρετουσάροντας με τρόπο αναλογικό πριν περιπέσει η διαδικασία στη σημερινή ψηφιακή, μα και οικιακή, εκδοχή των απανωτών και αλληλοεπικαλυμμένων φίλτρων. Χρόνια μετά, μέρες καραντίνας στην Κυψέλη, με τα μαγικά ονόματα δρόμων, ο τελάλης του θανάτου κάθε βράδυ πραγματοποιεί προσκλητήριο νεκρών, διασωληνωμένων και νοσούντων από τον ιό που φέρει κορώνα τρόμου. Μέτρα αυστηρά, απαγόρευση κυκλοφορίας, παύση της κοινωνικής ζωής, οικιακός εγκλεισμός. Όλα αυτά σε όλους μας κάτι θυμίζουν, όμως δεν έζησαν άπαντες την περίοδο αυτή με το ίδιο κόστος, κάποιοι λαβώθηκαν, αρκετοί οριστικά και τελεσίδικα, όχι μόνο από τον ίδιο τον ιό, αλλά και απ' όσα επιβλήθηκαν για να μας προστατέψουν από αυτόν, όχι μόνο σωματικά αλλά και ψυχικά.
Αντιλαμβάνομαι τον προβληματισμό σας. Όλα αυτά είναι πολύ πρόσφατα για να περάσουν στις σελίδες ενός βιβλίου, η υποψία εκμετάλλευσης της συγχρονίας στέκει αυστηρή στην πόρτα, ας μη μιλήσουμε και για την άρνηση να βιωθεί ξανά, έστω και με όρους μυθοπλαστικούς, η περίοδος εκείνη, ας την ξεχάσουμε και ας πάμε παρακάτω. Το όνομα του συγγραφέα υπήρξε καθοριστικό για την ανάγνωση αυτή, εγγύηση στο εξώφυλλο που προκάλεσε αδιαφορία για το οπισθόφυλλο, το πώς και το τι της ιστορίας αυτής, ήταν για μένα αρκετό που ο Φακίνος έβγαλε καινούργιο βιβλίο. Διαβάζοντας, ήδη από τις πρώτες σελίδες, ήταν εμφανές πως όπως κάθε επιδέξιος γραφιάς, ο συγγραφέας γνωρίζει πώς να κάνει χρήση του περιβάλλοντος χωροχρόνου, πού να σταθεί και τι να αποφύγει, πώς να τον αφήσει στο σκηνικό, φέρνοντας μπροστά την ιστορία της Ρετούς. Δεν είναι απλό και εύκολο να μιλήσει κανείς για βιβλία όπως αυτό. Κατέθεσα ήδη στα πρακτικά τα περί κρυπτικότητας, διασαφηνίζοντας ωστόσο πως το σύμπαν αυτό, το τόσο ιδιαίτερο, δεν είναι ταυτόχρονα απαγορευμένο και απροσπέλαστο για τον αναγνώστη.
Όλες οι επιλογές, πειραματικές και μη, είναι ταγμένες να υπηρετήσουν τη Ρετούς, να αποτυπώσουν τον καιρό που επικρατεί μέσα της, να της επιτρέψουν να πάρει τον λόγο, να σταθεί μπροστά στον καθρέφτη, να βγει με καφέ και τσιγάρο στο μπαλκόνι, να κοιτάξει ξανά και ξανά φωτογραφίες από το παρελθόν, να χαθεί μέσα στα πήγαινε έλα του χρόνου και των ονείρων, ανάμεσα στα φαντάσματα ζωντανών και νεκρών, στα αμέτρητα τι θα συνέβαινε αν και εφόσον, να μην σκιαχτεί από τη λευκή σελίδα του ημερολογίου και ο παντογνώστης αφηγητής να επέμβει μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο, να διευκολύνει και να προωθήσει την πλοκή, να χαράξει το καλούπι μέσα στο οποίο η λάβα θα κυλήσει, πριν παγώσει και πάρει ένα οριστικό, αν και αφηρημένο, σχήμα. Η μοναξιά είναι εκείνη που διέπει το αφήγημα από άκρη σε άκρη, η επαναλαμβανόμενη φωνή του παλιατζή που ήρθε στη γειτονιά και όλα τα μαζεύει, το όριο ανάμεσα στη λογική και την τρέλα, την αποκαλούμενη λογική και την αποκαλούμενη τρέλα, όπως οι υγιείς τουλάχιστον τις ορίζουν, την ανάγκη για επικοινωνία, η αλληλογραφία με τον παράξενο Κωπηλάτη που στέλνει με drone τα γράμματά του διπλωμένα μέσα σε γυάλινα μπουκάλια, η απεύθυνση στον εαυτό μπροστά στον καθρέφτη, η τήρηση ενός ημερολογίου στο οποίο πια οι μέρες ολοένα γίνονται ένα.
Η Ρετούς δεν επαιτεί το συναίσθημα του αναγνώστη, όχι απαραίτητα με πλήρη συνείδηση επ' αυτού, και ο παντογνώστης αφηγητής/συγγραφέας το σέβεται αυτό μέχρι τέλους. Εκείνο που καθιστά ρεαλιστική, εντός ενός πλαισίου συχνά υπερρεαλιστικού, την ιστορία της Ρετούς, την αποτύπωση της ζωής της, είναι το γεγονός πως η χρωματική παλέτα διαθέτει μια ευρεία ποικιλία, δεν είναι μόνο τα ζοφερά χρώματα εκείνα με τα οποία αποτυπώνεται η καθημερινότητα της Ρετούς, παρότι ο αναγνώστης, ο σώφρων και λογικός αναγνώστης, κυρίως εκείνα διακρίνει, το αίσθημα της λύπησης, για το οποίο η Ρετούς αδιαφορεί, υπάρχουν και οι φωτεινές αποχρώσεις, οι στιγμές που εκείνη φλερτάρει, όπως μπορεί και δύναται, με την ευδαιμονία, με την ικανοποίηση του ζην, μη ούσα σε θέση να διακρίνει τη δυσχερή, για τον εξωτερικό παρατηρητή, θέση της. Το Ρετούς είναι και ταυτόχρονα δεν είναι ένα μυθιστόρημα εγκλωβισμένο στην πανδημική συνθήκη, που απλώς πυροδοτεί μια ανησυχαστική εκτροπή των πραγμάτων, μια απώλεια πυξίδας στα απλά και καθημερινά, στα πράγματα του εαυτού, στο βασίλειο της συνείδησης και της μνήμης, στον έλεγχο του σώματος και του μυαλού, των πραγμάτων, μικρών και ασήμαντων ίσως, ωστόσο δικών της.
Οι λαβύρινθοι εντός των οποίων διέρχεται η Ρετούς καθιστούν άχρηστη τη χρονική διαδοχή και την αιτιοκρατική συνθήκη, ένα παρατεταμένο τώρα με ματιές στο παρελθόν, μια ιδιότυπη, σχεδόν αναρχική, ελευθερία κινήσεων και επιλογών, παρά τους δεδομένους περιορισμούς, η Ρετούς συνεχίζει να είναι η Ρετούς και μπορεί μόνο να υποψιαστεί διαισθητικά τις αλλαγές που έχουν επέλθει κυρίως μέσα της. Αυτό είναι κάτι που αποτυπώνεται από την παιγνιώδη και όχι αγκυλωμένη συγγραφική διάθεση, μια λοξή ματιά, που δεν αντιμάχεται, μα αναγνωρίζει την αδυναμία της πλήρους κατανόησης μιας συνθήκης όπως αυτή, ακόμα και φορώντας τη μπέρτα ενός υπερήρωα, όπως αυτή του παντογνώστη αφηγητή, του μικρού αυτού θεού. Μια ιδιότυπη ροή συνείδησης διέπει την αφήγηση, πότε σε πρώτο και πότε σε τρίτο πρόσωπο, είπαμε, ο συγγραφέας είναι πάντα σε ετοιμότητα να εισέλθει στον αφηγηματικό στίβο, να συνδράμει και να διευκολύνει τα πράγματα. Ο Φακίνος πετυχαίνει μια συνθήκη ανοίκεια, προσιτή μόνο στη θεωρία και ίσως στο συγγενές βίωμα, σε απόσταση, πάντως, από ό,τι συμβαίνει πραγματικά(;) στο μυαλό της Ρετούς, οι υποθέσεις και η λύπηση στέκουν αμήχανες, το τι κρίμα πέφτει από το ίδιο του το βάρος.
Ταυτόχρονα, ωστόσο, εκτός από την ίδια τη Ρετούς, ο αναγνώστης, κατά πάσα πιθανότητα θα συναντήσει και δικά του πράγματα, αναμνήσεις, όνειρα και βιώματα, ενώ η συγγραφική ικανότητα υπηρετεί το σύνολο της κατασκευής αυτής, επιτρέποντας στην ανάγνωση να ξεφύγει από τη στενωπό της ανάγκης να γνωρίζει κάθε στιγμή τι ακριβώς συμβαίνει, χωρίς ωστόσο να απολύει το αφηγηματικό νήμα που διατρέχει τις σελίδες, και εκεί, στο χάσιμο αυτό, είναι πιθανόν να βιώσει απροσδόκητα συναισθήματα που η καλή λογοτεχνία έχει το συνήθειο να προκαλεί, χωρίς η λογική να μπορεί με ακρίβεια να τα ορίσει και να τα κάνει χειροπιαστά, κάπως έτσι θα όριζα την απομάγευση, σκέφτομαι, ενώ το Ρετούς πετυχαίνει μια επιθυμητή, διόλου επιτηδευμένη ποιητικότητα, μια συνθήκη βαρυφορτωμένη με τόνους από μπάζα στερεοτυπίας και λεηλασίας, διαδεδομένη στην κακή εκδοχή της, με αποτέλεσμα η ποιητικότητα να έχει αποκτήσει, δυστυχώς, ένα πρόσημο μάλλον αρνητικό, μια προσποίηση για να μιλήσεις με ωραία λόγια για ένα βιβλίο που δεν σου άρεσε, χωρίς να πεις πως δεν σου άρεσε, πως δεν κατάλαβες γιατί είχε λόγο ύπαρξης, γιατί το διάβασες. Το Ρετούς, θέλω να πω, παρά την κρυπτικότητα και τη μεταμοντέρνα του φύση, λειτουργεί αναγνωστικά με τρόπο περίφημο, ικανοποιώντας ταυτόχρονα και τις δύο λογοτεχνικές όχθες, της δημιουργίας και της ανάγνωσης, και αυτό, όταν συμβαίνει, είναι σημαντικό.
υγ. Είχαν προηγηθεί: Οι κωπηλάτες (περισσότερα εδώ), Ο φύλακας στην πισίνα (εδώ) και Τα χαμένα (εδώ).
Εκδόσεις Καστανιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου