Τι ωραίο βιβλίο που ήταν αυτό!
Ήταν μια αναγνωστική έκπληξη, από τις πολλές της κάθε χρονιάς, μια συγγραφέας που εγώ δεν γνώριζα και μια μέρα ένα βιβλίο της έφτασε ως το γραφείο και ήταν το ένστικτο εκείνο που το βοήθησε να προσπεράσει αρκετά από τα βιβλία της στοίβας με τα προσεχώς. Σκέφτομαι συχνά πόση ευγνωμοσύνη, ναι αυτή τη βαριά λέξη κρίνω κατάλληλη, νιώθω για εκείνους τους ανθρώπους που προτείνουν τίτλους στους εκδοτικούς οίκους, τους επαγγελματίες αναγνώστες οι οποίοι χωρίς να στέκονται μόνο στη σύγχρονη παραγωγή γυρεύουν καλά βιβλία για τον κατάλογο του οίκου. Και τα ονόματά τους σπάνια τα μαθαίνει κανείς.
Δεν έχω νιώσει γράφοντας τόση ευτυχία όση ένιωσα τα δύο χρόνια που δούλευα τα Πέτρινα ημερολόγια. Έτσι ξεκινά η Κάρολ Σιλντς τον πρόλογο που συνοδεύει την έκδοση. Ένας φίλος συχνά πυκνά παραπονιέται με τον τρόπο του για την εκτεταμένη έλλειψη διασκέδασης εντός της λογοτεχνίας, απουσία εμφανής και στην ίδια τη διαδικασία της γραφής. Σκέφτομαι πως έχει δίκιο και ίσως κάτι τέτοιο να αντανακλάται στην εξωμυθοπλαστική συνθήκη, ίσως το συστατικό της σοβαροφάνειας, της επιτήδευσης, της δυσκοιλιότητας να έχει ταυτιστεί περισσότερο από όσο του αναλογεί με την καλή λογοτεχνία, ίσως ο πόνος και το τραύμα, κυρίαρχα όπως είναι εκεί έξω, να απαιτούν τη θέση τους στη γραφή και την ανάγνωση. Είμαστε όμως και εμείς, παρότι ισχυριζόμαστε πως σκεφτόμαστε διαφορετικά και έξω από το κουτί, θύματα του καιρού μας. Διάβασα δυο-τρεις φορές την εναρκτήρια αυτή φράση μέχρι να την χωνέψω, μέχρι να σταματήσει να με οδηγεί σε παράξενες διαδρομές σκέψης και επιφύλαξης.
Είναι τα Πέτρινα ημερολόγια ένα ελαφρύ και διασκεδαστικό βιβλίο; Ίσως και ναι, ίσως και όχι. Δεν είναι απλή μια τέτοια απάντηση, όχι τουλάχιστον μέχρι να προσδιοριστεί το λογοτεχνικό ύψος στο οποίο πραγματοποιείται η πτήση αυτή. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Με μια λακωνική προσέγγιση θα μπορούσε κάποιος να πει πως το μυθιστόρημα αυτό είναι μια οικογενειακή σάγκα, με κυρίως πρόσωπο συνοχής και αναφοράς τη Ντέιζι που γεννήθηκε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και πέθανε λίγο πριν το τέλος του. Η συγγραφέας ακολουθεί μια κλασικότροπη δομή χρονικά γραμμικής βιογραφίας, χωρίζοντας το βιβλίο σε κεφάλαια όπως Γέννηση, Παιδικά χρόνια και τα λοιπά φτάνοντας ως τον Θάνατο.
Τα τελευταία χρόνια το υποείδος της αυτομυθοπλασίας γνωρίζει άνθηση, το βίωμα και ο εγκιβωτισμός της συγγραφής του ίδιου του βιβλίου ως αναπόσπαστου μέρους της πλοκής είναι κάτι που συναντά ο αναγνώστης συχνά. Υπέρμαχοι και εχθροί του είδους υπάρχουν όπως είναι αναμενόμενο. Διαβάζοντας τα Πέτρινα ημερολόγια σκεφτόμουν πως επιδιώκοντας κανείς να συμπληρώσει το γενεαλογικό δέντρο του autofiction θα έπρεπε, ανάμεσα σε άλλα, με προεξάρχοντα τον Προυστ, όπως ο Κώστας Καλτσάς με οξυδέρκεια επισήμανε στον πρόλογο της τριλογίας της Κασκ, να προσθέσει και τη Σίλτνς.
Δεν είναι αυτοβιογραφικό το μυθιστόρημα αυτό, τουλάχιστον όχι σε βαθμό καθοριστικό για την σύλληψη, την εκτέλεση και την πρόσληψή του, δεν είναι ούτε αυτομυθοπλασία, σε καμία περίπτωση δεν είναι. Τι είναι τότε αυτό που το καθιστά ειδολογικό πρόγονο; Η ίδια η Σιλντς απαντάει σε αυτό, έστω και έμμεσα, όταν η διάκριση της αυτομυθοπλασίας δεν είχε προσδιοριστεί θεωρητικά και με όρους μάρκετινγκ. Προσπαθώντας, λοιπόν, να πει την ιστορία της Ντέιζι, αναζητούσε το κατάλληλο όχημα. Και αν η κλασικότροπη δομή ήταν μία λειτουργική χείρα βοηθείας, η σκέψη πως στην κατασκευή αυτή όφειλε να συνδυάσει ταυτόχρονα την αυτοεικόνα της ηρωίδας με την εικόνα εκείνη που οι τριγύρω της είχαν γι' αυτήν ήταν μια σκέψη καταλυτική. Η συγγραφέας διαπραγματεύεται το προνόμιο της παντογνωσίας της, ως ένα βαθμό το θυσιάζει παραχωρώντας το στα συμπληρωματικά πρόσωπα της πλοκής, την ίδια στιγμή που για να λειτουργήσει όλο αυτό εκείνα, τα άλλα πρόσωπα, οφείλουν να αποκτήσουν μορφή και σχήμα.
Δεν είναι μόνο ο θάνατος εκείνος που καταστατικά αφήνει την εικόνα μας ενέχυρο σε όσους μας θυμούνται, συνήθως αυθαίρετα, πώς αλλιώς, αφού αποτελεί αποτέλεσμα μιας ξεκάθαρα υποκειμενικής διαδικασίας, είναι και η εν ζωή συνθήκη που τη χαρακτηρίζει αυτή η, τουλάχιστον, διπλής διαδρομής οδός. Η Σιλντς έχει σκεφτεί και έχει πάρει δύο σημαντικές αποφάσεις καθοριστικές για το πέρασμα από τη σύλληψη στο χαρτί. Δεν είναι όμως αρκετό για να ολοκληρωθεί και να μπορεί να σταθεί το μυθιστόρημα. Τα Πέτρινα ημερολόγια είναι ένα υποδειγματικό βιβλίο, αφού ασχολείται με ένα συνηθισμένο στη λογοτεχνία θέμα, την οικογενειακή σάγκα ή, πιο απλά, την μυθοπλαστική βιογράφηση μιας ζωής, και το πετυχαίνει με τρόπο άρτιο, χωρίς να κρύβει το μεγαλύτερο μέρος των ραφών και των καθοριστικών στιγμών, χωρίς να εμποδίζει τη θέα στη βιτρίνα με τις κρίσιμες αποφάσεις, εκεί είναι όλα τα κόλπα και τα ευρήματα, μοιάζει να δείχνει. Θεωρώ δεδομένο πως τα Πέτρινα ημερολόγια είναι μέρος της ύλης σε διάφορα σεμινάρια γραφής, αφού το μυθιστόρημα προσφέρει απλόχερα τη συγγραφική σκέψη και την εφαρμογή της στο χαρτί, με έναν τρόπο σχεδόν μαθηματικό ή φυσικό, κατάλληλο να λειτουργήσει ως εφαρμογή της δοθείσας θεωρίας.
Στη σύνθεση αυτού του κολάζ, η Σιλντς χρησιμοποιεί διάφορες αφηγηματικές τεχνικές, ξεκινώντας από την κλασική τριτοπρόσωπη αφήγηση ενός παντογνώστη αφηγητή, περνώντας σε πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, βρίσκοντας χώρο να εισέλθει και η ίδια ως συγγραφέας της ιστορίας αυτής στο κάδρο και φτάνοντας ως τη χρήση επιστολών, άρθρων, διαλόγων και λιστών. Θα σταθώ ιδιαίτερα στους διαλόγους όπου χρησιμοποιεί ένα ενδιαφέρον εύρημα κατά το οποίο συμπυκνώνει για παράδειγμα τις τηλεφωνικές συνομιλίες, εναλλάσσοντας τα πρόσωπα στην άλλη άκρη της γραμμής, αρχικά προσθέτοντας τον εκάστοτε συνομιλητή αλλά ακολούθως παύοντας να το κάνει αυτό, απαντήσεις, γνώμες και απόψεις που διαδέχονται η μία την άλλη και έχουν ως αποτέλεσμα ένα φοβερό εφφέ θορύβου που αποτυπώνει τον θόρυβο που ο καθένας μας νιώθει όταν, ζητώντας την ή όχι, δέχεται τη γνώμη των άλλων, όλα αυτά τα εγώ νομίζω, εγώ στη θέση σου θα έκανα το ένα ή το άλλο. Εκεί επίσης φαίνεται η καλή δουλειά που έχει προηγηθεί στη σκιαγράφηση των προσώπων, αφού ο αναγνώστης νιώθει συχνά αρκετά βέβαιος για το ποιος θα μπορούσε να έχει πει την κάθε ατάκα, γνωρίζοντας τον χαρακτήρα και τον τρόπο σκέψης και αντιμετώπισης της πραγματικότητας.
Η Σιλντς απαντάει στην πράξη στο αν είναι δυνατόν να χωρέσει μια ολόκληρη ζωή σ' ένα, έστω και πολυσέλιδο, μυθιστόρημα. Η δόμηση της ιστορίας σίγουρα βοηθάει, όμως είναι η αρτιότητα στα συστατικά της αφήγησης που επιτρέπει τα άλματα στον χρόνο χωρίς να αφήνει την αίσθηση του κενού αλλά εκείνη της γραμμικής και οριακά αιτιοκρατικής ακολουθίας. Σημαντική επίσης αποδεικνύεται η στρατηγική της πύκνωσης σε λίγες φράσεις καθοριστικών γεγονότων, την ώρα που αφιερώνει περισσότερες σελίδες για την αφήγηση φαινομενικά και μόνο ασήμαντων περιστατικών. Και μπορεί το μυθιστόρημα να περιστρέφεται κυρίως γύρω από την Ντέιζι, όμως από τις σελίδες του παρελαύνουν πάνω από είκοσι πρόσωπα με τα οποία η συγγραφέας ασχολείται με προσοχή και φροντίδα τέτοια που τα καθιστά ζωντανά και αναγνωρίσιμα. Ταυτόχρονα με την προσωπική ιστορία της Ντέιζι, ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας και της παράλληλης μεγάλης εικόνας της ιστορίας, χωρίς κάποιο από τα δύο αυτά σκέλη να παρασιτεί έναντι του άλλου. Η Ντέιζι δεν μένει να αιωρείται στο κενό, αλλά είναι κατάλληλα πλαισιωμένη στον χωροχρόνο που κατέλαβε στη διάρκεια της ζωής της.
Τα Πέτρινα ημερολόγια είναι ένα χορταστικό μυθιστόρημα που, παρότι γραμμένο μόλις τριάντα χρόνια πριν, αφήνει ευδιάκριτη την αίσθηση του κλασικού χωρίς να απολύει τη φρεσκάδα του. Θυμήθηκα αρκετές φορές μια ακόμα αγαπημένη των τελευταίων χρόνων Αμερικανή συγγραφέα, την Ελίζαμπετ Στράουτ. Η γυναικεία λογοτεχνία στα καλύτερά της!
υγ. Για τα βιβλία της Ελίζαμπετ Στράουτ περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου